νήοχος

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A guiding ships, πηδάλια AP7.636 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 253] = νηοῦχος, πηδάλια, Crinag. 39 (VII, 636).

Greek (Liddell-Scott)

νήοχος: -ον, ὁ φυλάττων, κυβερνῶν πλοῖον, νήοχα πηδάλια Ἀνθ. Π. 7. 636. (Πρβλ. πολίοχος).

Greek Monolingual

νήοχος, -ον (Α)
1. αυτός που φυλάσσει το πλοίο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που κυβερνά το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -οχος (< ἔχω), πρβλ. ηνί-οχος, λιμενή-οχος].

Greek Monotonic

νήοχος: -ον, = νηοῦχος, σε Ανθ.