νήοχος
English (LSJ)
ον,
A guiding ships, πηδάλια AP7.636 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 253] = νηοῦχος, πηδάλια, Crinag. 39 (VII, 636).
Greek (Liddell-Scott)
νήοχος: -ον, ὁ φυλάττων, κυβερνῶν πλοῖον, νήοχα πηδάλια Ἀνθ. Π. 7. 636. (Πρβλ. πολίοχος).
Greek Monolingual
νήοχος, -ον (Α)
1. αυτός που φυλάσσει το πλοίο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που κυβερνά το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -οχος (< ἔχω), πρβλ. ηνί-οχος, λιμενή-οχος].
Greek Monotonic
νήοχος: -ον, = νηοῦχος, σε Ανθ.