νηοῦχος

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηοῦχος Medium diacritics: νηοῦχος Low diacritics: νηούχος Capitals: ΝΗΟΥΧΟΣ
Transliteration A: nēoûchos Transliteration B: nēouchos Transliteration C: nioychos Beta Code: nhou=xos

English (LSJ)

φύλαξ πλοίου, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νηοῦχος: -ον, (ἔχω) «φύλαξ πλοίου» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νηοῦχος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φύλαξ πλοίου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -οῦχος (< ἔχω)].

German (Pape)

schiffe haltend, festhaltend, φύλαξ πλοίου, Hesych.