νοόπληκτος

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A palsying the mind, μέθη AP6.71 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

νοόπληκτος: -ον, ὁ τὸν νοῦν παραλύων, μέθη Ἀνθ. Π. 6. 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe ou trouble la raison.
Étymologie: νόος, πλήσσω.

Greek Monolingual

νοόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό-πληκτος, φρενό-πληκτος].

Greek Monotonic

νοόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το μυαλό, σε Πλάτ.