μυρρίνη

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A v. μυρσίνη.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίνη: ἡ, ἴδε μυρσίνη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 branche ou couronne de myrte;
2 baie de myrte;
3 marché aux myrtes, aux couronnes de myrte.
Étymologie: p. assimil. p. μυρσίνη.

Greek Monolingual

μυρρίνη, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. μυρσίνη.

Greek Monotonic

μυρρίνη: Αττ. αντί μυρσίνη.