ὀρνιθικός

Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for birds, τροφή Luc.Gall.5.

German (Pape)

[Seite 383] den Vögeln eigen (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πτηνά, τροφὴ Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre aux oiseaux, qui convient aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.

Greek Monolingual

ὀρνιθικός, -ή, -όν (Α) [[όρνις, -ιθος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά.

Greek Monotonic

ὀρνῑθικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα πουλιά, σε Λουκ.