ὀπισθοφυλακία

Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A the command of the rear, ib.4.6.19.

German (Pape)

[Seite 358] ἡ, die Nachhut, Xen. An. 4, 6, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοφῠλᾰκία: ἡ, ἡ διοίκησις τῆς ὀπισθοφυλακῆς, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
arrière-garde.
Étymologie: ὀπισθοφύλαξ.

Greek Monolingual

ὀπισθοφυλακία, ἡ (Α) οπισθοφύλαξ
η διοίκηση τών οπισθοφυλάκων, της οπισθοφυλακής.

Greek Monotonic

ὀπισθοφῠλᾰκία: ἡ, διοίκηση οπισθοφυλακής, σε Ξεν.