διοίκησις
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
διοικήσεως, ἡ, prop.
A housekeeping: hence, generally, internal administration, τῆς πόλεως Pl.Prt.319d, cf. Arist. Pol.1287a6, Lys.30.22, etc.; ἐγκύκλιος διοίκησις Arist.Ath.43.1; κοινὴ διοίκησις Aeschin.2.149; especially of financial administration, διοίκησις ἱερὰ καὶ ὁσία D. 24.96, cf. X.HG6.1.2; department of finance in Egypt, PTeb.7.4 (ii B. C.), al.; ὅπως… ἡ διοίκησις γένηται ἱκανή Decr. ap. D.24.27; ὁ ἐπὶ τῇ διοικήσει = treasurer, IG2.251, al., Poll.8.113; ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως IG22.677, Decr. ap. D.18.38 (in Egypt, = διοικητής, PRev.Laws19.7); τὰ περιόντα χρήματα τῆς δ. D.59.4.
2 farming, renting, (χλωρῶν) PTeb.61 (a).206 (ii B. C.), etc.
II = Lat. conventus, assize-district, Str.13.4.12, Cic.Fam.13.53.2, 67.1, OGI458.65 (Eumenia); later, group of provinces, CIL3.352 (iv A. D.), etc..
3 Christ. diocese Pall. Io. 7.95.
Spanish (DGE)
διοικήσεως, ἡ
• Grafía: graf. -κε- IG 12(2).15.34 (Mitilene III a.C.)
• Morfología: [gen. διοικήσιος IG l.c.]
I 1administración interna, gobierno gener. τῆς πόλεως Pl.Prt.319d, Min.317a, R.455b, τάς τε πράξεις ἁπάσας καὶ τὰς διοικήσεις todas las funciones y responsabilidades administrativas Hdn.6.1.4, cf. Arist.Pol.1287a6, δημοσία Vett.Val.381.3, βασιλικαί Vett.Val.420.2, λογικὴ καὶ θεία Clem.Al.Strom.1.24.158, cf. 2.2.4, Eun.Cyz.Fid.3.23, ἐκκλησιαστική Epiph.Const.Haer.68.1.7, como tít. de una obra de Licurgo, Harp.s.u. δοκιμασθείς
•esp. administración financiera ὅταν μὲν ἔχῃ ἱκανὰ χρήματα εἰς διοίκησιν Lys.30.22, ἱερὰ καὶ ὁσία D.24.96, cf. 59.4, X.HG 6.1.2, ἐγκύκλιος διοίκησις = administración ordinaria, Arist.Ath.43.1, IG 12(5).653.56 (Siro I a.C.), κοινή Aeschin.2.149
•administración de bienes particulares PDiog.18.14 (III d.C.), διοίκησις· ἡ ἀνάλωσις τῶν χρημάτων Hsch.
•financiación, provisión de fondos ὅπως ... ἡ διοίκησις ἱκανὴ γένηται para que la financiación (de los sacrificios) sea suficiente Decr. en D.24.27, ἀπὸ τῆς φυλακῆς καὶ τῆς διοικήσεως Πολεμαίῳ IClaros 1.P.5.52 (II a.C.)
•en perifr. ὁ ἐπὶ τῇ διοικήσει = encargado de la administración financiera, tesorero, IG 22.555.28 (IV a.C.), 677.21, 682.80 (ambas III a.C.), ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως Decr. en D.18.38, 115, Poll.8.113, ὁ ταμίας ὁ ἐπὶ τᾶς διοικέσιος IG l.c.
•en el Egipto ptol. departamento de finanzas, administración de finanzas (cf. διοικητής II 3) ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως τεταγμένος PRev.Laws 19.7, 15 (III a.C.), cf. PHib.109.11 (III a.C.), SB 8754.4 (II a.C.), IPh.44.5 (I a.C.), οἱ ὑποτεταγμένοι τῇ διοικήσει los agentes del fisco, COrd.Ptol.61.4 (II a.C.), εἰς τὸν τῆς διοικήσεως θησαυρόν OLeid.187.1 (I a.C.).
2 distribución χλωρῶν para su cultivo PTeb.61(a).206, 67.41 (ambos II a.C.).
3 organización τοῦ λόγου D.H.Rh.9.10, περὶ τῆς κατὰ τὰ φυτὰ γεννήσεώς τε ἅμα καὶ διοικήσεως Gal.5.522, τῶν ὅλων del mundo, Aristid.Quint.131.30, cf. 53.19.
4 fig. conducta, comportamiento εἰς ἀβλαβῆ διοίκησιν A.Io.Rom.γ 9.
II demarcación jurídica, jurisdicción, distrito Ῥωμαίους μὴ κατὰ φῦλα διελεῖν αὐτούς, ἀλλὰ ἕτερον τρόπον διατάξαι τὰς διοικήσεις Str.13.4.12, cf. Cic.Fam.13.53.2, 67.1, ἐν ταῖς ἀφηγουμέναις τῶν διοικήσεων πόλεσιν IPr.105.65 (I a.C.), οἵτινες δῆμοί εἰσιν ἔξω διοικήσεως Ἐφεσίας καὶ ἔξω διοικήσεως Μειλήσιας SEG 39.1180.89 (Éfeso I d.C.)
•tard. grupo de provincias δέομαι ... ἐπαρχίαν Ῥωμαϊκὴν ἐκ μέσης ἀνῃρῆσθαι τῆς διοικήσεως Synes.Ep.73, cf. CIL 3.352C.25 (Frigia IV d.C.)
•diócesis unidad administrativa de la iglesia ὁ ἀρχιερεὺς τῆς Αἰγυπτιακῆς διοικήσεως Pall.V.Chrys.7.95, cf. Pamph.Mon.Solut.12.241, Cod.Iust.1.3.45.6.
French (Bailly abrégé)
διοικήσεως (ἡ) :
gouvernement d'une maison ; administration, gouvernement en gén. ; particul. administration des dépenses ou direction des dépenses ; ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως DÉM le stratège chargé de l'administration (militaire).
Étymologie: διοικέω.
German (Pape)
ἡ, das Verwalten, die Verwaltung; οἰκίας καὶ πόλεως Plat. Charm. 172d, und öfter; bes. = Staatshaushaltung; τὴν δ. καταλύειν Dem. 24.102; τὴν ἄλλην διοίκησιν οὕτω κατεσκευάσαντο Isocr. 4.41; überhaupt = Einrichtung, καὶ παιδεία τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων Plat. Legg. X.606e; Verwaltung des Staatsschatzes, Dem. 59.4; ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως στρατηγός 18.38, 115, beidemal im Psephisma; überhaupt = Ausgabe; ἡ καθ' ἡμέραν διοίκησις, der tägliche Verbrauch, 45.31; συχνή 59.42, teurer Haushalt, wo viel darauf geht; vgl. Xen. Mem. 4.6.14. – In späterer Zeit = Provinz, Strab. XIII p. 629.
Russian (Dvoretsky)
διοίκησις: διοικήσεως ἡ
1 управление, заведование, руководство (οἰκίας καὶ πόλεως Plat.; πόλεως Arst., Plut.; ποιεῖν τινα κύριον τῆς διοικήσεως Arst.);
2 хозяйство: ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως Dem. управляющий хозяйственными делами;
3 бюджет, доходы и расходы (ἔχειν ἱκανὰ χρήματα εἰς διοίκησιν Lys.; ἡ καθ᾽ ἡμέραν διοίκησις Dem.);
4 небольшая область, часть провинции (τρεῖς διοικήσεις Asiaticae Cic.).
Greek (Liddell-Scott)
διοίκησις: διοικήσεως, ἡ, κυρίως ἡ τήρησις καὶ ἐπιμέλεια οἴκου, Δημ. 1111. 10· καθόλου, κυβέρνησις, διεύθυνσις, διοίκησις, τῆς πόλεως Πλάτ. Πρωτ. 319D, κτλ.· ἰδίως τῶν οἰκονομικῶν πραγμάτων, ὅπως… ἡ δ. γένηται ἱκανὴ Δημ. 728. 24· ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, ὁ διευθύνων τὰ οἰκονομικά, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 14., 730. 24· ἐντεῦθεν, αἱ δαπάναι, τὰ ἔξοδα, Λυσ. 185. 21, παρὰ Δημ. 1111. 10., 1346. 21., 1359. 9. ΙΙ. Ρωμαϊκὴ ἐπαρχία ἐκ τῶν μικροτέρων, Στράβων 629, Κικ. Fam. 13. 52, 67, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902 b· κεῖται καὶ ἐπὶ τῆς Αἰγύπτου, 4693. 2) ἐκκλησιαστική τις διαίρεσις, ἡ δικαιοδοσία ἐπισκόπου, «ἐπαρχία», Ἐκκλ.
Greek Monotonic
διοίκησις: διοικήσεως, ἡ,
I. κυβέρνηση, διοίκηση, τῆς πόλεως, σε Πλάτ. κ.λπ.· ιδίως, διαχείριση του κεντρικού δημοσίου ταμείου, σε Δημ.· ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, διευθύνων, διαχειριστής του ταμείου, παρά Δημ.
II. 1. μία από τις μικρότερες Ρωμαϊκές επαρχίες, σε Κικ.
2. εκκλησιαστική υποδιαίρεση, δικαιοδοσία επισκόπου, «επαρχία».
Middle Liddell
διοίκησις, διοικήσεως [from διοικέω n
I. government, administration, τῆς πόλεως Plat., etc.; esp. the treasury-department, Dem.; ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως the controller, treasurer, ap. Dem.
II. one of the lesser Roman provinces, Cic.
2. as an Eccles. division, a diocese.
Greek Monolingual
η (AM διοίκησις) διοικώ
διεύθυνση, διακυβέρνηση
νεοελλ.
1. διοικητική διαίρεση μιας χώρας
2. διοικητική αρχή
3. η προϊσταμένη αρχή, το σύνολο τών προϊσταμένων μιας υπηρεσίας
4. το κτήριο όπου στεγάζεται η διοίκηση, διοικητήριο
αρχ.-μσν.
1. επαρχία στη δικαιοδοσία επισκόπου, επισκοπή
2. διαχείριση εκκλησιαστικής ή μοναστηριακής περιουσίας
μσν.
1. τακτοποίηση ή συντήρηση
2. φρ. «δημόσιαι διοικήσεις» — δημόσια λειτουργήματα
αρχ.
1. συντήρηση, φροντίδα σπιτιού
2. διευθέτηση τών αναγκαίων, εξοικονόμηση
3. δαπάνες, έξοδα
4. (στη Ρώμη) μικρή επαρχία
5. σύνολο επαρχιών
6. γεν. επιμέλεια, περιποίηση
7. χρηματικός απολογισμός
8. μίσθωση, νοίκιασμα αγρού
9. «ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως» — αυτός που διευθύνει τις οικονομικές υπηρεσίες.
Wikipedia EN
In the later organization of the Roman Empire, the increasingly subdivided provinces were administratively associated in a larger unit, the diocese (Latin dioecesis, from the Greek term διοίκησις, meaning "administration").
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
regimen, rule, administration, 8.70.1.
Translations
administration
Albanian: qeveri Government, administratë; Arabic: إِدَارَة, مُرَاقَبَة; Armenian: վարչարարություն, կառավարում; Bavarian: Vawoitung; Belarusian: адміністрацыя, кіраўні́цтва; Bulgarian: управление, ръководство; Catalan: administració; Chechen: администраци, ӏедал; Chinese Mandarin: 行政, 管理; Czech: správa, administrativa; Danish: administration; Dutch: administratie; Esperanto: administrantaro, administracio; Estonian: administratsioon, haldamine; Finnish: hallinto, hallintotoimi; French: administration; Galician: administración; Georgian: ადმინისტრირება, ადმინისტრაცია, მართვა, ხელმძღვანელობა; German: Verwaltung, Administration; Alemannic German: Verwautig; Greek: διαχείριση; Ancient Greek: διοίκησις; Greenlandic: allaffeqarfik; Haitian Creole: administrasyon; Hindi: निर्वाह; Hungarian: adminisztráció, igazgatás, gazdálkodás, kezelés, szervezés, intézés; Indonesian: administrasi; Italian: amministrazione; Japanese: 管理; Korean: 관리(管理); Latin: administratio; Latvian: pārvalde, administrācija, vadība; Lithuanian: administracija; Macedonian: администрација; Malay: pentadbiran, administrasi; Malayalam: കാര്യനിർവഹണം; Maori: minitatanga; Northern Sami: administrašuvdna; Norwegian Bokmål: administrasjon, forvaltning; Nynorsk: administrasjon, forvalting, forvaltning; Persian: اِدارِه; Polish: administracja; Portuguese: administração; Romanian: administrare; Russian: администрация, управление, руководство; Scottish Gaelic: riaghladh; Serbo-Croatian Cyrillic: администрација; Roman: administrácija; Sindhi: انتظامڪاري; Slovak: správa; Slovene: uprava; Spanish: administración; Swedish: administration, förvaltning; Tagalog: administrasyon, pangasiwaan; Telugu: నిర్వాహము; Tetum: administrasaun; Turkish: idare, yönetim; Ukrainian: адміністрація, управлі́ння, керівництво; Vietnamese: quản lý, sự quản lý; Yiddish: אַדמיניסטראַציע
digestion
Afrikaans: spysvertering, vertering; Albanian: tretje; Arabic: هَضْم; Egyptian Arabic: هضم; Armenian: մարսողություն; Azerbaijani: həzm, mənimsəmə; Belarusian: страваванне; Bengali: পরিপাক; Bulgarian: храносмилане; Chinese Mandarin: 消化; Czech: trávení; Danish: fordøjelse; Dutch: spijsvertering, vertering; Esperanto: digesto; Estonian: seedimine; Faroese: sodning; Finnish: ruoansulatus, ruuansulatus; French: digestion; Galician: dixestión; Georgian: მონელება; German: Verdauung; Greek: πέψη, χώνεψη; Ancient Greek: ἀνάδοσις, διοίκησις, ἔκπεψις, κατεργασία, μάλαξις τῆς τροφῆς, πέψις, χιλοποίησις; Hebrew: עיכול \ עִכּוּל; Hindi: पाचन, हज़म, हाज़मा; Hungarian: emésztés; Icelandic: melting; Indonesian: pencernaan; Irish: díleá; Italian: digestione; Japanese: 消化; Kazakh: асқорыту, қорыту; Khmer: ការរំលាយអាហារ, ជីរណា; Korean: 소화(消化); Kurdish Northern Kurdish: heriskirin, heris, herisîn, hezm; Kyrgyz: тамак сиңирүү, сиңирүү; Lao: ການຍ່ອຽອາຫານ; Latin: digestio; Latvian: gremošana; Lithuanian: virškinimas; Macedonian: варење, дигестија; Malay: pencernaan; Malayalam: ദഹനം; Maori: whakangawheretanga; Mirandese: digeston; Mongolian Cyrillic: хоолны шингэц; Nahuatl: tlatemohuiliztli; Norwegian Bokmål: fordøyelse; Nynorsk: fordøying, melting, matmelting; Old English: melting; Pashto: هضم, هاضمه, هضمېدنه; Persian: هضم, گوارش; Polish: trawienie; Portuguese: digestão; Romanian: digestie; Russian: пищеварение, переваривание; Rusyn: травлїня, діґесція; Sanskrit: जीर्ण, पाचन; Scottish Gaelic: meirbheadh; Serbo-Croatian Cyrillic: варење; Roman: varenje; Slovak: trávenie; Slovene: prebava; Sorbian Lower Sorbian: póžywanje; Upper Sorbian: požiwanje; Spanish: digestión; Swedish: matspjälkning, matsmältning; Tajik: ҳазм; Telugu: జీర్ణము; Thai: การย่อยอาหาร; Turkish: sindirim; Turkmen: siňdiriş; Ukrainian: травлення; Urdu: ہضم, ہاضمہ; Uzbek: hazm; Vietnamese: hệ tiêu hóa, sự tiêu hóa; Volapük: dicet, dicetam; Welsh: traul; West Frisian: spiisfertarring, fertarring
diocese
Arabic: أَبْرَشِيَّة; Armenian: թեմ; Azerbaijani: yeparxiya; Basque: elizbarruti; Belarusian: епархія, дыяцэзія; Bulgarian: епархия; Catalan: diòcesi; Chinese Mandarin: 教區/教区; Czech: diecéze; Danish: bispedømme, stift; Dutch: bisdom, diocees, diocese; Esperanto: episkopujo, diocezo; Faroese: biskupsdømi; Finnish: hiippakunta; French: diocèse, éparchie; Galician: diocese; German: Diözese, Bistum, Eparchie; Greek: επισκοπή; Ancient Greek: διοίκησις; Greenlandic: biskoppeqarfik; Hungarian: püspökség; Icelandic: biskupsdæmi; Ido: diocezo; Indonesian: keuskupan, dioses; Irish: deoise; Italian: diocesi; Japanese: 教区; Korean: 교구(敎區); Latvian: diecēzē; Lithuanian: vyskupija; Macedonian: епархија; Norman: dgiocèse; Norwegian Bokmål: bispedømme; Nynorsk: bispedøme, bispedømme; Polish: diecezja; Portuguese: diocese; Romanian: dioceză; Russian: епархия, диоцез; Serbo-Croatian Cyrillic: дијецеза, епархија; Roman: dijeceza, eparhija; Skolt Sami: aa´rhelkå´dd; Slovak: diecéza; Slovene: dieceza, škofija; Spanish: diócesis; Swahili: dayosisi; Swedish: stift; Tagalog: diyosesis; Turkish: başpiskoposluk; Udi: тем; Ukrainian: єпархія, діоцез, дієцезія; Vietnamese: giáo phận, giáo khu; Welsh: esgobaeth, esgobaethau
province
Afrikaans: provinsie; Albanian: krahinë, provincë; Amharic: ክፍለ ሀገር; Arabic: وِلَايَة, مُقَاطَعَة; Aragonese: probinzia; Armenian: նահանգ, մարզ; Asturian: provincia; Azerbaijani: vilayət, əyalət; Bashkir: өлкә; Belarusian: вобласць, праві́нцыя; Bengali: প্রদেশ; Bikol Central: probinsya; Bulgarian: провинция, област; Burmese: ပြည်နယ်; Catalan: província; Chechen: провинци, область; Chinese Cantonese: 省份, 省; Dungan: сын; Eastern Min: 省; Hakka: 省份, 省; Hokkien: 省份, 省; Mandarin: 省份, 省; Wu: 省; Chuvash: ил; Coptic: ⲉⲡⲁⲣⲭⲓⲁ, ⲑⲱϣ, ⲕⲁϩ; Czech: provincie, oblast, kraj; Danish: provins; Dhivehi: ޕްރޮވިންސް; Dutch: provincie; Esperanto: provinco; Estonian: maakond; Extremaduran: província; Finnish: provinssi, maakunta, lääni; French: province, état; Galician: provincia; Georgian: მხარე, პროვინცია, ოლქი; German: Provinz, Land; Greek: επαρχία; Ancient Greek: ἐπαρχία; Guaraní: okára; Gujarati: પ્રાંત; Hebrew: פְּרוֹבִינְצְיָה, מחוז; Hindi: प्रांत, प्रदेश, सूबा; Hungarian: tartomány, provincia; Icelandic: skattland, hérað; Indonesian: propinsi, provinsi, wilayah; Interlingua: provincia; Irish: cúige, proibhinse; Italian: provincia; Japanese: 県, 地方, 州, 省; Kannada: ಪ್ರಾಂತ; Kapampangan: lalauigan; Kazakh: провинция, аймақ, облыс, уәлаят; Khmer: ខេត្ត, ចង្វាត; Korean: 성(省), 도(道), 주(州); Kurdish Central Kurdish: پارێزگای; Northern Kurdish: parêzgeh, wîlayet, eyalet, mihafize; Kyrgyz: провинция, область, аймак, ылаят, облус; Lao: ແຂວງ, ຈັງຫວັດ; Latin: provincia, pagus; Latvian: province; Lithuanian: provincija; Lombard: proìnsa; Low German Dutch Low Saxon: provincie, proveensie, pervincie, perveensie, provinzie, pervinzie, provinsie; German Low German: Provinz; Lü: ᦵᦌᦲᧃ; Macedonian: покраина, провинција; Malay: provinsi, wilayah; Malayalam: പ്രവിശ്യ; Manchu: ᡤᠣᠯᠣ; Maori: porowini; Marathi: प्रांत; Mongolian Cyrillic: аймаг, муж; Mongolian: ᠠᠶᠢᠮᠠᠭ, ᠮᠤᠵᠢ; Moore: provẽnse; Norman: provînche, provinche; Norwegian Bokmål: provins; Nynorsk: provins; Occitan: província; Old Church Slavonic Cyrillic: власть; Old East Slavic: волость, оболость; Old English: boldġetæl; Pangasinan: luyag; Pashto: ولايت, ايالت; Persian Classical Persian: اُسْتَان, وِلَایَت; Iranian Persian: اُسْتان, وِلایَت; Polish: prowincja, województwo; Portuguese: província; Quechua: marka; Romanian: provincie; Russian: область, край, провинция, штат, префектура; Sardinian: provìntzia; Sassarese: prubìnzia; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бла̄ст, провинција, по̀крајина; Roman: ȍblāst, províncija, pòkrajina; Silesian: prowincyjo; Slovak: oblasť, kraj, provincia; Slovene: provinca, pokrajina; Spanish: provincia; Swahili: mkoa, jimbo, jimbo; Swedish: provins, län, landskap; Tagalog: probinsiya, lalawigan; Tajik: провинтсия, вилоят, устон; Tamil: மாகாணம்; Tatar: өлкә, провинция; Telugu: ప్రావిన్స్; Tetum: provínsia; Thai: จังหวัด, แขวง; Tibetan: ཞིང་ཆེན; Turkish: il, vilayet; Turkmen: welaýat, oblast, prowinisiýa; Ukrainian: область, прові́нція; Urdu: وِلایَت, رِیاسَت, صُوبَہ, پْرَدیش, پْرانْت; Uyghur: ئۆلكە, ۋىلايەت; Uzbek: viloyat, provintsiya, oblast; Vietnamese: tỉnh, tỉnh bang; Volapük: provin, plovin; Welsh: talaith; West Frisian: provinsje; Yiddish: פּראָווינץ; Zazaki: ıstan; Zhuang: swngj, seng