οἰστροβολέω

Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A strike with the sting, τινα, esp. of the dart of love, AP 9.16 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροβολέω: πλήττω διὰ τοῦ κέντρου, κεντῶ, τινά, ἰδίως ἐπὶ τοῦ βέλους τοῦ ἔρωτος, τρεῖς δὲ θηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι πόθοι Ἀνθ. Π. 9. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
piquer de l’aiguillon du désir ou de la fureur.
Étymologie: οἶστρος, βάλλω.

Greek Monotonic

οἰστροβολέω: μέλ. -ήσω, πλήττω με βέλη σα να είχα κεντρί, σε Ανθ.