κεντρί
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί) κέντρον
1. όργανο άμυνας ή επίθεσης διαφόρων εντόμων με το οποίο αυτά εγχέουν στο σώμα του εχθρού ή της λείας τοξικό υγρό που εκκρίνεται από ειδικό αδένα συνδεδεμένο με το τελικό έντερο
2. γεν. καθετί που κεντρίζει, αγκίδα, σουβλί
3. καθετί που διεγείρει ένα πάθος, που ερεθίζει («τὰ πικρὰ τῶν ἐρώτων κεντριά», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. υπενθύμιση δυσάρεστων πραγμάτων, ενόχληση, πείραγμα
2. (για πρόσ.) ο άνθρωπος που είναι επιτήδειος στο να ερεθίζει, να εξοργίζει τους άλλους
αρχ.
η θέση του σώματος του αλόγου που κεντρίζεται με τους πτερνιστήρες, με τα σπιρούνια.