ὀρφάνευμα

Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A orphan state, orphanhood, E.HF546.

German (Pape)

[Seite 388] τό, der Zustand des Verwais'tseins, Eur. Herc. Fur. 546.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφάνευμα: [ᾰ], τό, ἡ κατάστασις τοῦ ὀρφανοῦ, ὀρφανία, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 516.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
situation d’orphelin.
Étymologie: ὀρφανεύω.

Greek Monotonic

ὀρφάνευμα: [ᾰ], -ατος, τό, η κατάσταση του ορφανού, ορφάνια, σε Ευρ.