πασσάμενος

Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

πάσσασθαι,

   A v. πατέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πασσάμενος: πάσσασθαι, ἴδε ἐν λέξ. πατέομαι.

French (Bailly abrégé)

part. ao. Moy. poét. de πατέω².

Greek Monotonic

πασσάμενος: Επικ. αντί πᾰσαμένος, μτχ. αορ. αʹ του πατέομαι· πάσσασθαι, απαρ.