πάσσασθαι,
A v. πατέομαι.
πασσάμενος: πάσσασθαι, ἴδε ἐν λέξ. πατέομαι.
part. ao. Moy. poét. de πατέω².
πασσάμενος: Επικ. αντί πᾰσαμένος, μτχ. αορ. αʹ του πατέομαι· πάσσασθαι, απαρ.