πατέω
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
Delph. βατέω Plu.2.292e; Aeol. μάτημι [ᾰ] Sapph.54: (πάτος):—
A tread, walk, π. ὁδοῖς σκολιαῖς Pi.P.2.85; πρὸς βωμόν A.Ag. 1298; ὑψοῦ π. walk on high, of a king, Pi.O. 1.115; π. ἐπάνω ὄφεων Ev.Luc. 10.19:—Pass., οἱ ἔχεις πατηθέντες Porph.Abst. 1.14.
II trans., tread on, tread, πόας τέρεν ἄνθος μάτεισαι Sapph. l. c.; πορφύρας πατεῖν A.Ag.957; δωμάτων πύλας Id.Ch.732; χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν holy ground, S.OC37; π. τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ' ἀμπέλω tread grapes, Hybrias(Scol. 28.4); ληνούς LXX Ne. 13.15, cf. Apoc.19.15, Ruf. ap. Orib.5.12.1; also, thresh corn, π. τὰ θέρη PFlor. 150.5 (iii A.D.); κριθὴν καλῶς πεπατημένην POxy.988 (iii A.D.); π. ἐκ τοῦ χόρτου σπέρματα PFlor.388.5 (ii A.D.).
2 walk in, i.e. dwell in, frequent, Λῆμνον πατῶν S.Ph.1060; γαῖαν Theoc.18.20; π. πόντον Opp.C.2.218; νῶτα ἁλός AP7.532 (Isid.); rarely of vehicles, τὰ μὴ πατέουσιν ἅμαξαι Call. Aet. Oxy.2079.25: metaph., εὐνὰς ἀδελφοῦ π. frequent, A.Ag.1193; ἐμεῖο δέμνιον οὐκ ἐπάτησε Call.Del.248; οὐδ' Αἴσωπον πεπάτηκας hast not thumbed Aesop, Ar.Av.471; τὸν Τεισίαν… πεπάτηκας ἀκριβῶς you have studied him carefully, Pl.Phdr. 273a:—Pass., to be hackneyed, τῇ ποιητικῇ πεπατῆσθαι Phld.Po.Herc. 1676.10; πεπατημένος well-worn, trite, ῥήσεις, λόγοι, Ph.2.345,444, cf. Porph. ap. Eus.PE10.3; τὸ πεπατημένον A.D.Pron.45.6.
3 tread under foot, trample on, τινα S.Aj. 1146, Pl.Phdr.248a, etc.; βουλήν Ar.Eq. 166; πόλιν Apoc.11.2: abs., πατοῦσι καὶ λακτίζουσι καὶ δάκνουσι Gal.16.562: metaph., π. κλέος, τιμὰς τὰς θεῶν, A.Ag.1357, S.Ant.745; τὰ τοῖν θεοῖν ψηφίσματα Ar.V. 377:—and in Pass., τὰ.. δίκαια.. λάγδην πατεῖται S.Fr.683, cf. A.Ch. 644 (lyr.), Eu.110.
German (Pape)
[Seite 534] mit Füßen treten, niedertreten; auch aus Verachtung oder Geringschätzung mit Füßen treten, ὅρκια, Il. 4, 157; ὑφ' εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων, Soph. Ai. 1146; καὶ πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Aesch. Eum. 110; τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν, Soph. Ant. 745; τὴν δίκην, Ai. 1335; τὰ ταῖν θεαῖν ψηφίσματα, Ar. Vesp. 377; τῷ λόγῳ παρέξομεν πατεῖν, Plat. Theaet. 191 a; auch mißhandeln u. berauben, plündern, Plut. Timol. 14; Luc. oft; ὑπ' ἀλλήλων ὠθο ύμενοι καὶ πατούμενοι, Hdn. 7, 8, 13. – Einen Weg betreten, ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν, Soph. O. C. 37; χαῖρε τὴν Λῆμνον πατῶν, Eur. Phoen. 1060; εἶμ' ἐς δόμων μέλαθρα, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; sp. D., wie Theocr. 18, 20; auch διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν, Opp. Cyn. 3, 488; übh. gehen, ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς, Pind. P. 2, 85; Aesch. Ag. 1298; Posidon. bei Ath. XII, 550 a. Übertr. von der Zeit, εἴη σέ τε τοῦτ ον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, Pind. Ol. 1, 115, die Zeit verleben; u. wie wir etwa sagen »an den Schuhen ablaufen«, Etwas wiederholentlich thun, sich viel womit beschäftigen, ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς, οὐδ' Αἴσωπον πεπάτηκας, Ar. Av. 471; τόν γε Τισίαν πεπάτηκας ἀκριβῶς, Plat. Phaedr. 273 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
1d'ord. au Moy. πατέομαι.
Étymologie: R. Πα, nourrir ; cf. lat. pascor, pabulum, etc.
2-ῶ :
I. fouler aux pieds au propre et au figuré acc.;
II. particul. fouler le sol, d'où
1 intr. s'avancer, marcher : πρὸς βωμόν ESCHL vers l'autel;
2 tr. fouler en marchant, mettre le pied sur : δωμάτων πύλας ESCHL, χώρον SOPH sur le seuil d'une maison, sur le sol d'un pays.
Étymologie: DELG pê πάτος, apparenté pê à πόντος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατέω [~ πάτος] Aeol.*μάτημι: ptc. praes. f. plur. μάτεισαι intrans. wandelen, lopen; overdr.. ὑψοῦ... πατεῖν zich op hoog niveau bewegen Pind. O. 1.115. met acc. betreden:; πόας τέρεν ἄνθος μάλακον μάτεισαι lichtjes de zachte bloem van het gras betredend AlcSapph. 16.3; ἔχεις... χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν jij bezet een gewijde plaats die men niet mag betreden Soph. OC 37; rondlopen op, in:; Λῆμνον πατῶν op Lemnos rondlopend Soph. Ph. 1060; overdr. bestuderen:. τὸν Τεισίαν... πεπάτηκας ἀκριβῶς je hebt Tisias zorgvuldig bestudeerd Plat. Phaedr. 273a. met voeten treden, vertrappen:; πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα ik zie dat dat alles vertrapt wordt Aeschl. Eum. 110; τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν de aan de goden verschuldigde eer met voeten tredend Soph. Ant. 745; βουλὴν πατήσεις je zult de raad vertrappen Aristoph. Eq. 166; schenden:. εὐνὰς ἀδελφοῦ τῷ πατοῦντι voor degene die het bed van zijn broer schond Aeschl. Ag. 1193.
Russian (Dvoretsky)
πᾰτέω: эол. μᾰτέω
1 топтать (ἀλλήλους Plat.; τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου NT);
2 ступать, ходить (σκολιαῖς ὁδοῖς Pind.; ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων NT): π. πρὸς βωμόν Aesch. направляться к алтарю; π. δωμάτων πύλας Aesch. направляться к воротам; τὴν Λῆμνον π. Soph. ходить по Лемносу, т. е. оставаться (жить) на Лемносе; νῶτα Τυρσηνῆς ἁλὸς π. Anth. плавать по Тирренскому морю; χῶρος οὐχ ἁγνὸς π. Soph. место, куда нельзя ступать;
3 перен. топтать, попирать, грубо нарушать (τὰς θεῶν τιμάς Soph.; τὰ ταῖν θεαῖν ψηφίσματα Arph.);
4 осквернять, позорить (εὐνὰς ἀδελφοῦ Aesch.);
5 всесторонне изучать или долго изучать (τὸν Τισίαν Plat.; Αἴσωπον Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰτέω: Αιολ. ματέω Σαπφὼ 76 Ahr., πρβλ. Ἰω. Γραμματ. 244· μέλλ. -ήσω· (πάτος). Πατῶ, περιπατῶ, βαδίζω, π. σκολιαῖς ὁδοῖς Πινδ. Π. 2. 156· πρὸς βωμὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1298· εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, «ὁ νοῦς· εἴη δέ σε εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, «ὁ νοῦς· εἴη δέ σε τοῦτον τὸν χρόνον, ὃν ζῶμεν, ἐν ὕψει καὶ εὐδαιμονίᾳ διαζῆν» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 185· π. ἐπάνω ὄφεων Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 19. ΙΙ. μεταβ., καταπατῶ, πατῶ τι, πόας τέρεν ἄνθος πατεῖσαι Σαπφὼ ἔνθ’ ἀνωτ.· πορφύρας πατεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, ὃν δὲν εἶναι ὅσιον νὰ πατῇ τις, Σοφ. Ο. Κ. 37· π. τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ’ ἀμπέλω, πατεῖν σταφυλάς. Ὑβρίας παρ’ Ἀθην. 696Α· καὶ οὐ μὴ πατήσουσιν οἶνον εἰς τὰ ὑπολήνια Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΙϚ΄, 10)· πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου Ἀποκάλυψ. ΙΘ΄, 15: ― ἐν Αἰσχύλ. Χο. 732, ἀντὶ πατεῖν δωμάτων πύλας, ὁ Paley προτείνει πέλας. 2) περιπατῶ ἐντός τινος, κατοικῶ, συχνάζω τι, Λῆμνον πατῶν Σοφ. Φιλ. 1060· γαῖαν Θεόκρ. 18. 20· καὶ μεταγεν., π. πόντων Ὀππ. Κυνηγ. 2. 218· νῶτα ἁλὸς Ἀνθ. Π. 7. 532· ― μεταφορ. ὡς τὸ Λατ. terere, εὐνὰς π., συχνάζω εἰς .., μεταχειρίζομαι, μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, εὐνὰς ἀδελφοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1193· ἐμεῖο δέμνιον οὐκ ἐπάτησας Καλλ. εἰς Δῆλ. 248· ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων, οὐδ’ Αἴσωπον πεπάτηκας, οὐδὲ τὸν Αἴσωπον ἀνέγνως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 471· τὸν Τισίαν .. πεπάτηκας ἀκριβῶς, ἔχεις σπουδάσῃ αὐτὸν ἐπιμελῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α. ― Παθητ., πεπατημένος, λίαν συνήθης, λέξις Φωτ. Βιβλ. 90. 25. 3) καταπατῶ, «τσαλαπατῶ», τινα Σοφ. Αἴ. 1144, Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α, κτλ.· βουλὴν Ἀριστοφ. Ἱππ. 166· μεταφορ. (περὶ τῆς Ὁμηρικῆς χρήσεως ὅρα καταπατέω), π. κλέος, τιμάς, δίκαια Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Σοφ. Ἀντ. 745, Ἀποσπ. 606· τὰ τῶν θεῶν ψηφίσματα Ἀριστοφ. Σφ. 377· καὶ ἐν τῷ παθητ., τὸ θέμις λὰξ πέδον πατούμενον Αἰσχύλ. Χο. 644, πρβλ. Εὐμ. 110, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχων 1. 14· πρβλ. ἐμπεριπατέω ΙΙ. 4) λεηλατῶ, διαρπάζω, πόλιν ... τῶν Ἑλληνίδων τὴν πρώτην πατήσαντες Ἡλιοδ. Αἰθ. σ. 168, ἔνθα ὁ Κοραῆς (ἐν τ. β΄ σελ. 166) σημειοῦται: «πατήσαντες· σημείωσαι τὸ τῆς κοινῆς συνηθείας., φαμὲν γάρ, οἱ κλέπται ἐπάτησαν τὴν πόλιν, τὸ χωρίον, τὸν οἶκον κτλ.». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 290.
English (Autenrieth)
tread; fig., κατὰ (adv.) δ' ὅρκια πάτησαν, ‘trampled under foot,’ Il. 4.157†.
English (Slater)
πᾰτέω walk εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν (O. 1.115) ὑποθεύσομαι ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς (P. 2.85)
Spanish
caminar, poner bajo el pie, pisar
English (Strong)
from a derivative probably of παίω (meaning a "path"); to trample (literally or figuratively): tread (down, under foot).
English (Thayer)
πάτω; future πατήσω; passive, present participle πατουμενος; 1st aorist ἐπατήθην; from Pindar, Aeschylus, Sophocles, Plato down; the Sept. for דָּרַך, etc.; to tread, i. e., a. to trample, crush with the feet: τήν ληνόν, to advance by setting foot upon, tread upon: ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, to encounter successfully the greatest perils from the machinations and persecutions with which Satan would fain thwart the preaching of the gospel, to tread underfoot, trample on, i. e. treat with insult and contempt: to desecrate the holy city by devastation and outrage, καταπατέω. (Compare: καταπατέω, περιπατέω, ἐμπεριπατέω
Greek Monotonic
πᾰτέω: μέλ. -ήσω (πάτος)·
I. βαδίζω, περπατώ, σε Πίνδ., Αισχύλ.
II. 1. μτβ., πατώ, καταπατώ, πορφύρας πατεῖν, σε Αισχύλ.· χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, δηλ. δεν ειναι ιερό έδαφος, σε Σοφ.· πατεῖν πύλας, περνώ τις πύλες, σε Αισχύλ.
2. περπατώ εντός, κατοικώ, συχνάζω, σε Σοφ., Θεόκρ.· μεταφ., όπως το Λατ. terere, εὐνὰς πατέω, συχνάζω, χρησιμοποιώ, κάνω κακή χρήση, σε Αισχύλ.· πατέω Αἴσωπον, χρησιμοποιώ αδέξια τον Αίσωπο, σε Αριστοφ.
3. τσαλαπατώ, θίγω, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to tread, to enter, to frequent, to tread under foot = to slight (poet. since Pi.), to tread grapes, grain = to tread, to thresh (LXX, pap.).
Other forms: Aor. πατῆσαι etc.
Compounds: Also w. prefix, esp. περι-, κατα-, ἀπο-.
Derivatives: From πατέω: πατ-ησμός m. the treading (A.), the threshing (pap.); -ησις f. the treading (of grapes) (Corn.); -ημα n. refuse, sweepings, waste (LXX); -ητής m. grape-treader (pap.), -ητή-ριον n. treading place (Mylasa); πατηνόν πεπατημένον, κοινόν H. From περι-πατέω: περιπάτ-ησις f. the walking about (late), -ητικός walking about name of a school of philosophers (hell.). From κατα-πατέω: καταπάτ-ησις f. the treading (LXX), the walking about, inspection (pap.), -ημα n. that which is trodden under foot (LXX). From ἀπο-πατέω to retire = to do ones needs (IA.): ἀποπάτ-ημα, -ησις (com., Gal.), also -ος m. excrement, dung (Hp., Ar.). From πηλοπατέω to tread in mire (pap., sch.): πηλοπατ-ίδες f. pl. "miretreaders" = kind of shoes (Hp.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 243 a. 2, 116f. with wrong analysis). -- Besides πάτος m. 1. road, path (Hom., A. R.) with ἐκ-πάτ-ιος astray, extraordinary (A.); 2. the treading, place where one treads, floor; the trampling, trampled matter, threshing, dust, dirt (hell.); περί-πατος m. the walking about, place for walking, discussion, name of a philosophers' school (Att. etc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: In meaning 2. πάτος is clearly a backformation of πατέω (Frisk Eranos 38, 43 ff.), thus περίπατ-ος from περι-πατέω a. corresponding ἀπόπατ-ος. In the meaning way, path it can be however an old variant of πόντος; πατέω is then denominative. Schwyzer 726 (a. 705) leaves the matter open. Wrong Moorhouse Class Quart. 35, 90ff. -- DELG doubts the connection with πόντος. (Further s. πόντος.) πατέω has no etym.
Middle Liddell
πάτος
I. to tread, walk, Pind., Aesch.
II. trans. to tread on, tread, πορφύρας πατεῖν Aesch.; χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, i.e. it is holy ground, Soph.; πατεῖν πύλας to pass the gates, Aesch.
2. to walk in, i. e. to dwell in, frequent, Soph., Theocr.:—metaph., like Lat. terere, εὐνὰς π. to frequent, use, misuse, Aesch.; π. Αἴσωπον to be always thumbing Aesop, Ar.
3. to tread under foot, trample on, Aesch., Soph., etc.
Frisk Etymology German
πατέω: {patéō}
Forms: Aor. πατῆσαι usw.,
Grammar: v.
Meaning: ‘treten, betreten, häufig besuchen, mit Füßen treten = geringschätzen’ (vorw. poet. und sp. seit Pi.), Trauben, Getreide treten = keltern, dreschen (LXX, Pap. u.a.).
Composita: auch m. Präfix, bes. περι-, κατα-, ἀπο-,
Derivative: Von πατέω: πατησμός m. das Betreten (A.), das Dreschen (Pap.); -ησις f. das Keltern (Corn. u.a.); -ημα n. Abfall, Kehricht, Auswurf (LXX); -ητής m. Kelterer (Pap.), -ητήριον n. Kelterplatz (Mylasa); πατηνόν· πεπατημένον, κοινόν H. Von περιπατέω: περιπάτησις f. das Umherwandeln (sp.), -ητικός umherwandelnd N. einer Philosophenschule (hell. u. sp.). Von καταπατέω: καταπάτησις f. das Treten (LXX), das Umherwandern, Besichtigung (Pap.), -ημα n. das mit Füßen getretene (LXX). Von ἀποπατέω abtreten = seine Notdurft verrichten (ion. att.): ἀποπάτημα, -ησις (Kom., Gal.), auch -ος m. Abtritt, Kot (Hp., Ar. u.a.). Von πηλοπατέω im Schlamm treten (Pap., Sch.): πηλοπατίδες f. pl. "Schlammtreterinnen" = Art Schuhe (Hp.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 243 u. 2, 116f. mit unrichtiger Analyse). — Daneben πάτος m. 1. Weg, Pfad (Hom., A. R. u.a.) mit ἐκπάτιος vom Wege abirrend, außergewöhnlich (A.); 2. das Treten, Ort wo man tritt, Fußboden; das Zertreten, zertretener Stoff, Dresche, Staub, Schmutz (hell. u. sp.); περίπατος m. das Umherwandern, Spazierplatz, Gespräch, N. e-r Philosophenschule (att. usw.).
Etymology: In Bed. 2. ist πάτος offenbar Rückbildung von πατέω (Frisk Eranos 38, 43 ff.), ebenso περίπατος von περιπατέω u. entsprechend ἀπόπατος. Im Sinn von Weg, Pfad kann es dagegen eine alte Nebenform von πόντος sein; πατέω ist dann als dessen Denominativum zu betrachten. Schwyzer 726 (u. 705) läßt die Frage unentschieden. Verfehlt Moorhouse Class Quart. 35, 90ff. — Weiteres s. πόντος.
Page 2,480-481
Chinese
原文音譯:patšw 爬帖哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:踩 相當於: (דָּרַךְ) (רָמַס)
字義溯源:踐踏*,踹,踐,待於鄙視;或源自(παίω)=打*)
同源字:1) (καταπατέω)蹂躪 2) (πατέω)踐踏 3) (περιπατέω)走遍
出現次數:總共(5);路(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 踹(1) 啓19:15;
2) 被踹(1) 啓14:20;
3) 他們要踐踏(1) 啓11:2;
4) 踐踏(1) 路21:24;
5) 可以踐(1) 路10:19
Mantoulidis Etymological
-ῶ Ἀπό τό οὐσ. πάτος (=ἡ πεπατημένη ὁδός).
Παράγωγα: πάτημα, πάτησις, καταπάτησις, περιπάτησις, πατησμός, πατητής, περιπατητής, περιπατητικός, πατητήριον, πατητός, ἀπάτητος, περίπατος.
Léxico de magia
1 caminar πατῶν ἐν τῷ τόπῳ προσκύνει ἀνατείνας τὰς χεῖρας καὶ λέγε τοῦτον τὸν λόγον caminando en el lugar, arrodíllate, extiende las manos y pronuncia esta fórmula P III 621 2 poner bajo el pie, pisar τῇ ἀριστερᾷ πτέρνῃ πάτει τὸν μέγαν δάκτυλον τοῦ δεξιοῦ ποδός pisa con el talón izquierdo el dedo gordo del pie derecho P IV 1053 ὡς ταῦτα τὰ ἅγια ὀνόματα πατεῖται, οὕτως καὶ ὁ δεῖνα como estos sagrados nombres son pisados, así también lo sea fulano P X 41