παρηόριος

Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

η, ον, later form for sq., τὴν δὲ [νῆα] παρηορίην κόπτεν ῥόος drove it

   A from side to side, A.R.4.943 ; = παρήορος 111, π. νόημα AP9.603 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

παρηόριος: -α, -ον, ἴδε τὸ ἐπόμ.

Greek Monolingual

-ίη, -ον, Α παρήορος
ο παρήορος.

Greek Monotonic

παρηόριος: -α, -ον, = το επόμ. III, σε Ανθ.