πελέσκεο

Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

πελέσκεο: πέλευ, ἴδε ἐν λ. πέλομαι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impf. itér. Moy. de πέλω.

English (Autenrieth)

see πέλω.

Greek Monotonic

πελέσκεο: Ιων. και Επικ. βʹ ενικ. παρατ. του πέλομαι· προστ. πέλευ αντί πέλου.