πελέσκεο: πέλευ, ἴδε ἐν λ. πέλομαι.
2ᵉ sg. impf. itér. Moy. de πέλω.
see πέλω.
πελέσκεο: Ιων. και Επικ. βʹ ενικ. παρατ. του πέλομαι· προστ. πέλευ αντί πέλου.