πηρόδετος

Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A binding a wallet, ἱμάς AP9.150 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 611] den Ränzel bindend oder an den Ränzel gebunden, ἱμάς, Antp. Sid. 96 (IX, 150).

Greek (Liddell-Scott)

πηρόδετος: -ον, δι’ οὗ δένεται πήρα, ἱμὰς Ἀνθ. Π. 9. 150.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à attacher la besace.
Étymologie: πήρα, δέω¹.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ιμάντα, λουρί) αυτός με τον οποίο δένεται η πήραπηρόδετος ἱμάς», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + -δετος (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. μολυβδό-δετος, παγό-δετος].

Greek Monotonic

πηρόδετος: -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ.