πλευρόθεν

Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

(parox.), Adv.

   A from the side, S.Tr.938.

German (Pape)

[Seite 631] adv., von der Seite her, Soph. Trach. 934.

Greek (Liddell-Scott)

πλευρόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τῆς πλευρᾶς, Σοφ. Τρ. 938.

French (Bailly abrégé)

adv.
de côté, sur le côté.
Étymologie: πλευρόν, -θεν.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από την πλευρά, από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μητρό-θεν)].

Greek Monotonic

πλευρόθεν: επίρρ., απο την πλευρά, σε Σοφ.