πλάγια

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

το, Ν
(γεωμορφ.) επίπεδη συλλεκτήρια λεκάνη που καλύπτεται συνήθως από αλατούχα εδάφη και οφείλει τη σχεδόν τέλεια ισοπέδωσή της σε διαδοχικές πλημμύρες, αλλ. αλμυρό έλος ή αλατούχο πεδίο ή άνυδρη λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. playa < ισπ. playa «παραλία» < μεσ. λατ. plagia πιθ. < πλάγια, πληθ. του ουδ. του επίθ. πλάγιος.