προσαμείβομαι

Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Dor. ποτ-, Med.,

   A answer, τινα Theoc.1.100.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.

French (Bailly abrégé)

répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.

Greek Monolingual

Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].

Greek Monotonic

προσαμείβομαι: Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.