προμηθικῶς

Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Adv.

   A shrewdly, warily, with allusion to the name Prometheus, Ar.Av.1511.

Greek (Liddell-Scott)

προμηθικῶς: Ἐπίρρ., προβλεπτικῶς, φρονίμως, εὐφυῶς, κατ’ ἀναφορὰν πρὸς τὸ ὄνομα Προμηθεύς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1511· συγκρ. -ώτερον, Εὐστ. Πονημάτ. 285. 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
prudemment.
Étymologie: προμηθεύς.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. προσεκτικά, φρόνιμα
2. κατά τρόπο ευφυή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμηθικός (< Προμηθεύς)].

Greek Monotonic

προμηθικῶς: επίρρ., εύστοχα, προσεκτικά, με άμεση συσχέτιση στη λέξη Προμηθέας, σε Αριστοφ.