Προμηθέας

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

ο / Προμηθεύς, -έως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Προμαθεύς, και ιων. τ. γεν. -έος, Α·1. μυθ. ένας από τους Τιτάνες, ο οποίος κατά τον μύθο έκλεψε από τον Δία τη φωτιά για να τή χαρίσει στους ανθρώπους και γι' αυτό του το παράπτωμα ο Ζευς τον τιμώρησε δένοντάς τον στον Καύκασο και στέλνοντας έναν αετό για να του τρώει το συκώτι, μαρτύριο από το οποίο τον απάλλαξε ο Ηρακλής
2. (ως προσηγ. όν.) προμηθέας, και προμηθεύς
αυτός που μπορεί να προβλέπει, να προνοεί
3. φρ. «Προμηθεύς δεσμώτης» — τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου που αποτελούσε μέλος τριλογίας, στην οποία ανήκουν επίσης οι Προμηθεύς λυόμενος και Προμηθεύς πυρφόρος, οι οποίες δεν έχουν διασωθεί
αρχ.
1. προσωνυμία του χθόνιου Διός, δηλαδή του Άδη
2. (ως προσηγ. όν.) (στον εν.) α) (στη γλώσσα τών Πυθαγορείων) i) ονομασία της μονάδας
ii) ονομασία του αριθμού εννέα
β) στον πληθ. oἱ προμηθεῖς
τεχνίτες που επεξεργάζονται τον πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < προμηθής + επίθημα -εύς (πρβλ. Επιμηθεύς)].