πρόβλητος

Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A thrown forth or away, κυσὶν π. cast to the dogs, S.Aj.830.    II spread, beaten out into plates, ἀργύριον prob.l.in LXX Je.10.5(9).

German (Pape)

[Seite 712] vorgeworfen, μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕλωρ, Soph. Ai. 817.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβλητος: -ον, ὁ ἐρριμμένος ἔξω, Λατ. projectus, κυσὶ πρόβλητος, ἐρριμμένος εἰς τοὺς κύνας, Σοφ. Αἴ. 817.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jeté au-devant de, livré à, τινι.
Étymologie: προβάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α προβάλλω
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰκνοῑς θ' ἕλωρ», Σοφ.)
2. (για μέταλλο) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα.

Greek Monotonic

πρόβλητος: -ον (προβάλλω), ριγμένος έξω, πεταμένος μακριά, Λατ. projectus, σε Σοφ.