ἕλωρ

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλωρ Medium diacritics: ἕλωρ Low diacritics: έλωρ Capitals: ΕΛΩΡ
Transliteration A: hélōr Transliteration B: helōr Transliteration C: elor Beta Code: e(/lwr

English (LSJ)

τό, Ep. word (twice in Trag., v. infr.), only nom. and acc. sg. and pl.: (ἑλεῖν):—
A spoil, prey, in sg., of unburied corpses, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαι Il.5.488, cf. 17.151; μὴ θήρεσσιν ἕ. κ. κ. γένωμαι Od.5.473, cf. 3.271, A.R.1.1251; of valuables, μή.. ἕ. ἄλλοισι γένηται Od.13.208; κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕ. S.Aj.830: pl., κυσὶν δ' ἕλωρα.. πέλειν A.Supp.800 (lyr.).
II in plural also, Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα.. ἀποτείσῃ may pay penalty for the slaughter of P., Il.18.93.

Spanish (DGE)

τό
• Morfología: [sólo nom. sg. y nom. plu. ἕλωρα]
presa, despojo, expolio, botín ref. cadáveres insepultos μή μιν Ἀχαιοὶ ... ἕ. δηίοισι λίποιεν Il.17.667, cf. 5.684, A.R.4.403, κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕ. S.Ai.830, cf. A.R.1.1251, Orph.A.673, Q.S.14.285, Gr.Naz.M.37.1348A, frec. en la constr. ἕ. καὶ κύρμα: ὡς ... ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γένησθε Il.5.489, cf. 17.151, Dionysius 19ue.24, οἰωνοῖσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαι Od.3.271, cf. 5.473, Ps.Phoc.185, Man.3.260, plu. mismo sent. αἴ κε μὴ ... Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα ... ἀποτείσῃ si no paga por haber hecho expolio de Patroclo, Il.18.93, κυσὶν ... ἕλωρα ... οὐκ ἀναίνομαι πέλειν A.Supp.800
ref. objetos de valor μή πώς μοι ἕ. ἄλλοισι γένηται Od.13.208, ἕ. ἔσῃ ἀνθρώποισιν ἐρασταῖς de Troya Orac.Sib.3.413
fig. ἀνὴρ οἷος ... κεῖται ἕ. Ἀίδῃ AP 7.439 (Theodorid.), cf. Procl.H.7.41.

German (Pape)

[Seite 803] ωρος, τό (ἑλεῖν), Raub, Beute, Fang; bes. von den Leichnamen, die unbestattet als Fraß für Tiere liegen bleiben; vgl. über den Hvmerischen Gebrauch des Wortes Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 103; ἀνδράσι δυσμενέεσσιν, οἰωνοῖσιν, θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι, Il. 5, 488 Od. 3, 271. 5, 473; Aesch. κυσὶν δ' ἔπειθ' ἕλωρα οὐκ ἀναίνομαι πέλειν Suppl. 781; μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕλωρ Soph. Ai. 817; An. Rh. 1, 1251; Orph. Arg. 671; – von Sachen, Od. 13, 208; – Πατρόκλοιο ἕλωρα ἀποτίνειν Il. 18, 93, Hektor soll Buße dafür zahlen, daß Patroklos ihm zum Raube geworden ist.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg. et plur.
1 d'ord. au sg. proie, particul. corps devenant la proie de l'ennemi, des oiseaux de proie, etc.
2 τὰ ἕλωρα représailles, vengeance.
Étymologie: pour *Ϝέλωρ ; cf. ἑλεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἕλωρ: τό (только nom. и acc. sing. и pl.) добыча, преимущ. труп, бросаемый на съедение Aesch., Soph.: θήρεσσιν ἕ. γενέσθαι Hom. стать добычей зверей; Πατρόκλοιο ἕλωρα ἀποτίνειν Hom. отплатить за труп (т. е. за убийство) Патрокла.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλωρ: τό, Ἐπ. λέξις (ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ.) ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτιατ. ἑν. καὶ πληθ. (ἑλεῖν): ἄγρα, λεία, λάφυρον, σπάραγμα, ἕλκυσμα, τὸ ἑνικὸν ἐπὶ ἀτάφων πτωμάτων, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι Ἰλ. Ε. 488, πρβλ. Ρ. 151· μὴ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι Ὀδ. Ε. 473, πρβλ. Γ. 271· ἐπὶ πολυτίμων πραγμάτων, μὴ … ἕλωρ ἄλλοισι γένηται Ν. 208· οὕτω, κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ’ ἕλωρ Σοφ. Αἴ 830· ἐν τῷ πληθ., κυσὶ δ’ ἕλωρα … πέλειν Αἰσχύλ. Ἱκ. 800. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, Πατρόκοιο δ’ ἕλωρα … ἀποτίσῃ, «τιμωρίαν δὲ παράσχῃ ἀξίαν ὑπὲρ τῆς Πατρόκλου ἀναιρέσεως» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 93.

English (Autenrieth)

(ϝελεῖν): prey, spoil, of wild beasts, birds, enemies; pl., Πατρόκλοιο ἕλωρα ἀποτίνειν, pay the penaltyfor taking and slaying’ (ἑλεῖν) Patroclus, Il. 18.93.

Greek Monolingual

ἕλωρ, το (Α)
1. αυτός που αρπάζεται με τη βία, λάφυρο, λεία
2. στον πληθ. φόνος, θάνατος.

Greek Monotonic

ἕλωρ: τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. και πληθ. (ἑλεῖν
I. λάφυρο, λεία, κέρδος, αρπαγή, βορά, λέγεται για άταφα πτώματα, σε Όμηρ.
II. στον πληθ., Πατρόκλοιο ἔλωρα, τιμωρία για το φόνο του Πατρόκλου, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἑλεῖν.

Middle Liddell

only in nom. and acc. sg. and pl.]
I. booty, spoil, prey, of unburied corpses, Hom.
II. in plural, Πατρόκλοιο ἕλωρα penalty for the slaughter of Patroclus, Il.

Frisk Etymology German

ἕλωρ: {hélōr}
Forms: ἑλώρια
See also: s. ἑλεῖν.
Page 1,504

English (Woodhouse)

a prey for, person preyed on, thing preyed on

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)