προσσταυρόω

Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A draw a stockade along or before a place, c. acc., π. τὰς τριήρεις Th.4.9; τὰς τάφρους App.BC5.33.

German (Pape)

[Seite 780] mit Pallisaden umgeben; Thuc. 4, 9, τὰς τριήρεις, die aufs Land gezogenen Schiffe; τάφρους, App. B. C. 5, 33.

Greek (Liddell-Scott)

προσσταυρόω: σχηματίζω σταύρωμαχαράκωμα πρὸ πράγματός τινος, μετ’ αἰτ., τὰς τριήρεις... προσεσταύρωσε (κατὰ ἓν ἀντιγραφ. προεσταύρωσε) Θουκ. 4. 9., ἴδε ἔκδ. Arnold καὶ Bloomfield ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
entourer de palissades, acc..
Étymologie: πρός, σταυρόω.

Greek Monotonic

προσσταυρόω: μέλ. -ώσω, φράσσω μπροστά με πασσάλους, με αιτ., σε Θουκ.