προσσταυρόω
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
draw a stockade along or before a place, c. acc., π. τὰς τριήρεις Th.4.9; τὰς τάφρους App.BC5.33.
German (Pape)
[Seite 780] mit Pallisaden umgeben; Thuc. 4, 9, τὰς τριήρεις, die aufs Land gezogenen Schiffe; τάφρους, App. B. C. 5, 33.
French (Bailly abrégé)
προσσταυρῶ :
entourer de palissades, acc..
Étymologie: πρός, σταυρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-σταυρόω met een palissade versterken.
Russian (Dvoretsky)
προσσταυρόω: окружать частоколом, огораживать (τὰς τριήρεις Thuc.).
Greek Monotonic
προσσταυρόω: μέλ. -ώσω, φράσσω μπροστά με πασσάλους, με αιτ., σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προσσταυρόω: σχηματίζω σταύρωμα ἢ χαράκωμα πρὸ πράγματός τινος, μετ’ αἰτ., τὰς τριήρεις... προσεσταύρωσε (κατὰ ἓν ἀντιγραφ. προεσταύρωσε) Θουκ. 4. 9., ἴδε ἔκδ. Arnold καὶ Bloomfield ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
fut. ώσω
to draw a stockade along or before a place, c. acc., Thuc.
Lexicon Thucydideum
vallis additis munire, to fortify the rampart with additions, 4.9.1.