προσορμίζομαι

Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monotonic

προσορμίζομαι: μέλ. αιτ. -ιοῦμαι, Μέσ., αγκυροβολώ κοντά σε ένα μέρος, σε Ηρόδ., Δημ.· ομοίως, στον Παθ. αόρ. αʹ προσωρμίσθην, σε Καινή Διαθήκη