προσμυθολογέω

Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A talk or prattle with one, τινι Luc.Sat.7.

German (Pape)

[Seite 773] mit Einem reden, schwatzen, τινί, Luc. Sat. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προσμῡθολογέω: προσομιλῶ μυθολογῶν, τινι Λουκ. Κρον. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’entretenir avec, τινι.
Étymologie: πρός, μυθολογέω.

Greek Monotonic

προσμῡθολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ή φλυαρώ με κάποιον, τινί, σε Λουκ.