ῥυσότης

Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A wrinkledness, wrinkles, Plu.Galb.13, Antyll. ap. Orib.44.8.2.

German (Pape)

[Seite 853] ητος, ἡ, Runzligkeit, runzliges Wesen, Runzeln, Plut. Galb. 13 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσότης: -ητος, ἡ, ῥυτίδωσις, Πλουτ. Γάλβ. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
front ridé.
Étymologie: ῥυσός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α ῥυσός
ρυτίδωση, ζάρωμα.

Greek Monotonic

ῥῡσότης: -ητος, ἡ, ρυτίδωση, πτύχωση, ζάρωμα, τσαλάκωμα, σε Πλούτ.