ρυτίδωση

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

η / ῥυτίδωσις, -ώσεως, ΝΑ ῥυτιδῶ
σχηματισμός ρυτίδων, ρυτίδωμα, πτύχωση, σούφρωμα
νεοελλ.
1. ιατρ. αισθητική δυσμορφία του δέρματος που προκαλείται από πολλαπλασιαμό τών ρυτίδων στο πρόσωπο και, ιδίως, στους κροτάφους, στη ρινοχειλική αύλακα, αλλά και στον τράχηλο, και η οποία οφείλεται στον εκφυλισμό και στην απώλεια της ελαστικότητας του δέρματος λόγω ηλικίας, ενώ στα νεαρά άτομα παρουσιάζεται λόγω συγκινήσεων, καταχρήσεων κ.ά. καταστάσεων
2. μτφ. ελαφρός κυματισμός θάλασσας ή λίμνης
αρχ.
η συστολή, η σμίκρυνση του ματιού.