σαγηνεύς

Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

έως, ὁ,= sq., D.S.9.3, AP7.276 (Hegesipp.), 295 (Leon.), Plu.Pomp.73; gen. sg. written

   A σαγινέος MAMA3.411 (Corycus).

German (Pape)

[Seite 857] ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 91 (VII, 295); Plut. Pomp. 73.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνεύς: έως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 7. 276, 295, Πλουτ. Πομπ. 73.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
pêcheur à la seine.
Étymologie: σαγηνεύω.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σαγηνεύω.

Greek Monotonic

σᾰγηνεύς: -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ.