A v. ἐρύω (B).
ῥῦσθαι: ἴδε ῥύομαι, Ἰλ. Ο. 141.
inf. prés. contr. de ῥύομαι.
see ῥύομαι.
ῥῦσθαι: Επικ. απαρ. αορ. βʹ του ῥύομαι.