Σωκρατίδιον

Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

German (Pape)

[Seite 1059] τό, dim. von Σωκράτης, Ar. Nubb. 223.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
« cher petit Socrate, Socratounet ».
Étymologie: Σωκράτης.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. τ. του Σωκράτης.

Greek Monotonic

Σωκρατίδιον: τό, υποκορ. του Σωκράτη, Σωκρατάκη! σε Αριστοφ.