A v. ἐρύω (B).
ῥύᾰτο: γ΄ πληθ. συγκεκομ. ἀορ. τοῦ ῥύομαι.
3ᵉ pl. impf. épq. de ῥύομαι.
see ῥύομαι.
ῥύᾰτο: Επικ. αντί ἐρύοντο, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ῥύομαι.