σιδηροβρώς

Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω)

   A iron-eating, θηγάνη S.Aj.820; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.

German (Pape)

[Seite 879] ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, θηγάνη, Soph. Ai. 807.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) ὁ τρώγων τὸν σίδηρον, θηγάνη Σοφ. Αἴ. 820· ἔνθα ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ, ἡ)
qui mange ou ronge le fer.
Étymologie: σίδηρος, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, -ώτιδος, Α
1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο
2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].

Greek Monotonic

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (βιβρώσκω), αυτός που τρώγει τον σίδηρο, που τον φθείρει, σε Σοφ.