σκηνίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = σκηνή 111.2, Plu.Luc.7.
German (Pape)
[Seite 895] ίδος, ἡ, = σκηνή; Plut. Luc. 7; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνίς: -ίδος, ἡ, = σκηνὴ, Πλουτ. Λούκουλλ. 7.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petite tente.
Étymologie: σκηνή.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
αίθουσα σε μεγάλο πλοίο («ναῡς οὐ χρυσοφόροις σκηνίσιν... ἠσκημένας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα ίς, -ίδος (πρβλ. θαμν-ίς)].