σπονδ-ύλιον, σπονδ-ύλιος, σπονδ-υλώδης, σπονδύλος,
A v. σφονδ-.
[Seite 924] ἡ, s. das att. σφονδύλη.
σπονδύλη: -ύλιον, -ύλιος, -υλώδης, -ῠλος, ἴδε σφονδ-.
ἡ, Αβλ. σφονδύλη.
σπονδύλη: σπόνδῠλος, βλ. σφονδ-.