σπονδύλη

Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

σπονδ-ύλιον, σπονδ-ύλιος, σπονδ-υλώδης, σπονδύλος,

   A v. σφονδ-.

German (Pape)

[Seite 924] ἡ, s. das att. σφονδύλη.

Greek (Liddell-Scott)

σπονδύλη: -ύλιον, -ύλιος, -υλώδης, -ῠλος, ἴδε σφονδ-.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σφονδύλη.

Greek Monotonic

σπονδύλη: σπόνδῠλος, βλ. σφονδ-.