σπονδύλη
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
σπονδύλιον, σπονδύλιος, σπονδυλώδης, σπονδύλος, v. σφονδύλη.
German (Pape)
[Seite 924] ἡ, s. das att. σφονδύλη.
Greek (Liddell-Scott)
σπονδύλη: -ύλιον, -ύλιος, -υλώδης, -ῠλος, ἴδε σφονδ-.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σφονδύλη.
Greek Monotonic
σπονδύλη: σπόνδῠλος, βλ. σφονδ-.
Frisk Etymological English
σπόνδυλος See also: s. σφονδ-.