Dor. for στῆθι, aor. 2 imper. of ἵστημι.
στᾶθι: Δωρ. ἀντὶ στῆθι, προστακτ. ἀορ. β΄ τοῦ ἵστημι.
στᾶθι: Δωρ. αντί στῆθι, προστ. αορ. βʹ του ἵστημι.