στρεφεδινέω

Revision as of 01:50, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A spin, whirl round:—Pass., spin round and round, στρεφεδίνηθεν δέ οἱ ὄσσε, of one stunned by a blow, Il.16.792.    II intr. in Act., spin, whirl round, Q.S.13.7. Cf. στροφοδινέομαι.

German (Pape)

[Seite 953] im Wirbel drehen od. wenden, u. pass. sich im Wirbel drehen, kreisen, ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν, für ἐστρεφεδινήθησαν, die Augen wurden ihm schwindlig, Il. 16, 792. – Auch intrans., sich im Wirbel, int Kreise drehen, Qu. Sm. 13, 7.

Greek (Liddell-Scott)

στρεφεδῑνέω: περιστρέφω τι, περιδινῶ. -Παθ., περιστρέφω ὁλόγυρα, ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (ἀντὶ -νήθησαν), περιεστρέφοντο ὁλόγυρα, ἐπὶ ἀνθρώπου ζαλισθέντος ἐκ κτυπήματος ἐπὶ τοῦ αὐχένος, Ἰλ. Π. 792. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., περιδινῶ, στρηφογυρίζω, κλώθω, Κόϊντ. Σμ. 13. 6. -Πρβλ. στροφοδινέομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire tourner ; Pass. (3ᵉ pl. ao. épq. στρεφεδίνηθεν) tournoyer.
Étymologie: στρέφω, δινέω.

Greek Monotonic

στρεφεδῑνέω: μέλ. -ήσω, περιδινίζω ή περιστρέφω κάτι — Παθ., ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί -νήθησαν), τα μάτια του περιστρέφονταν ολόγυρα, λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από χτύπημα στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.