συγκαθέλκω

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A drag down with or together, fut. Pass. ξυγκαθελκυσθήσεται A.Th.614.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἕλκω) mit od. zusammen herunterziehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω)· - καθέλκω ὁμοῦ, συγκαταβιβάζω, μετ’ ἀπαρ. τὸ γεῶδες πρὸς τὴν γῆν Ἰώβιος ἐν Φωτ. Βιβλοθ. 206. 4· - μέλλ. παθ., συγκαθελκυσθήσεται Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 614.

French (Bailly abrégé)

ao. συγκαθείλκυσα;
entraîner avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, καθέλκω.

Greek Monolingual

Α
καθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω»].

Greek Monolingual

Α
καθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω»].

Greek Monotonic

συγκαθέλκω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -είλκῠσα· σύρω, καθελκύω μαζί με· Παθ. μέλ., συγκαθελκυσθήσεται, σε Αισχύλ.