σύρω
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
[ῡ], Batr.75, etc.: A fut. σῠρῶ LXX 2 Ki.17.13: aor. ἔσῡρα (κατ-) Hdt.5.81, (παρ-) A.Pr.1065 (anap.), (δι-) D.19.313: pf. σέσυρκα (δια-) Diph.75, (ἐπι-) D.H.1.7:—Med., aor. ἐσῡράμην (περι-) Hyp. Fr.264, (ἀν-) D.S.1.85:—Pass., aor. ἐσύρην [ῠ] Paus.2.32.1: pf. σέσυρμαι (ἐπι-) Plb.12.4c.3, Luc.Nav.2:—draw, drag, trail along, χιτῶνα Theoc.2.73; μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σ. D.C.46.18; βλαύτας σύρων trailing his torn slippers, Anaxil.18.2 (anap.); cf. σύρμα 1.1.; drag a net, Ev.Jo.21.8, Plu.2.977f; σ. πηκτίδα, v. πηκτίς 1.2; of oxen, ἵνα σύρῃ τὰ ξύλα PFlor.158.7 (iii A.D.); drag about, τι Luc.Asin.56, Orph.H.81.4:—Pass., hang trailing, trail along, οὐρή, νηδύς, Tryph. 82, AP9.310 (Antiphil.); of a person, crawl, σύρεσθαι γαστέρι ib.5.293.12 (Agath.):—also intr. in Act., of a column of ships compared to a serpent, Lyc.217; crawl, συρόντων ἐπὶ γῆν LXX De.32.24.
2 drag by force, hale, αἰχμάλωτον Theoc.Adon. 12; Πριαμίδην AP7.152 (Pass.); ἄνδρας καὶ γυναῖκας Act.Ap.8.3; of waves or rivers, sweep, sweep away, κλύδων ἐπὶ χέρσον ἔσυρεν δελφῖνα AP7.216 (Antip. Thess.), cf. 9.84 (Antiphan., Pass.); πόλεμος χειμάρρου δίκην πάντα σ. Plu.2.5f: metaph., φάραγγα σ. the dough has a cleft made in it, Eub.75.12:—Pass., σύρεσθαι κατὰ ῥοῦν Plu.Mar.23; χρυσὸς οὐ μεταλλεύεται μόνον, ἀλλὰ καὶ σύρεται, of gold-dust (cf. συρτός), Str.3.2.8: abs. in Pass., of a stream, flow or run down, D.P.46, cf. Orac.Chald. ap. Dam.Pr.262: metaph. in AP10.62 (Pall.).
3 metaph. in Pass., to be dragged, drawn, εἰς οὐκ ἀναγκαῖα πράγματα Diog.Oen.1, cf. Iamb.VP3.16.
4 Pass., of taxes, to be attached to land, pf. part. σεσυρομένης (sic) PLond.5.1686.33 (vi A.D.), cf. ἐπισεσυρομένα in PFlor.294.41 (vi A.D.), and ἐπισύρεσθαι in PMasp.151.135 (vi A.D.).
French (Bailly abrégé)
f. συρῶ, ao. ἔσυρα, pf. σέσυρκα;
Pass. ao. ἐσύρην, pf. σέσυρμαι;
1 tirer (un filet, un vêtement, etc.) acc.;
2 traîner de force, charrier, entraîner, acc..
Étymologie: DELG rien de définitif.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύρω met acc. meeslepen:. καλὸν σύροισα χιτῶνα een fraai gewaad meeslepend Theocr. Id. 2.73; σ. ἄνδρας mannen wegslepen NT Act. Ap. 8.3. pass. intrans. voortglijden:. ἐσυρόμεθα ὥσπερ πλέοντες we gleden voort alsof we aan het varen waren Luc. 14.2.
German (Pape)
[ῡ],
1 ziehen, schleppen, schleifen, gewaltsam fortziehen, fortschleppen, σύρεται Ἕκτωρ, Alph. 5 (IX.97); vgl. Plut. C.Gracch. 3; πλοῦτον μετὰ σαυτοῦ, Pallad. 10 (X.60); überhaupt gewalttätig behandeln, mißhandeln.
2 von Flüssen, mit sich führen, spülen, dah. auch waschen und schlämmen, σύρεται ὁ χρυσός, Strab. 3.2.8, im Gegensatz von μεταλλεύεται, und oft; vgl. Plut. Mar. 23; χειμάρρῳ συρομένη, Bian. 4 (IX.278); ναῦς κύμασι σύρεται, Antiphan. 6 (IX.84); κύματα καὶ κλύδων δελφῖνα ἔσυρεν ἐπὶ χέρσον, Antip.Thess. 50 (VII.216), und öfter in der Anth., wie auch bei Luc. und Plut., die aor. pass. ἐσύρθην und ἐσύρην haben.
Russian (Dvoretsky)
σύρω: (ῡ) (aor. pass. ἐσύρθην и ἐσύρην)
1 тащить, волочить (по земле) (καλὸν χιτῶνα Theocr.; τινὰ ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας NT): τὸ δίκτυον σ. Plut. тянуть невод;
2 (о течении), уносить, увлекать, (τινὰ ἐπὶ χέρσον Anth.): συρόμενος κατὰ ῥοῦν Plut. увлекаемый вниз по течению.
English (Strong)
probably akin to αἱρέομαι; to trail: drag, draw, hale.
English (Thayer)
imperfect ἔσυρον; from (Aeschylus and Herodotus (in compound), Aristotle), Theocritus down; (the Sept. to draw, to drag: τί, τινα, one (before the Judges, to prison, to punishment; ἐπί τά βασανιστήρια, εἰς τό δεσμωτήριον, Epictetus diss. 1,29, 22; others), ἔξω τῆς πόλεως, ἐπί τούς πολιτάρχας, κατασύρω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν
1. έλκω, τραβώ (α. «τον έπιασε και τον έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.)
2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της»)
3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω
νεοελλ.
1. πορεύομαι, πηγαίνω («σύρε στο καλό»)
2. κακολογώ, συκοφαντώ («το τί του σέρνει πίσω από την πλάτη του, δεν λέγεται»)
3. εξυβρίζω («τον συνάντησε και του έσυρε όσα δεν φαντάζεσαι»)
4. μέσ. σέρνομαι
α) (στο τρίτο εν. πρόσ.) σέρνεται
(για μεταδοτική ασθένεια) υπάρχει επιδημία («σέρνεται γρίππη»)
β) ζω άθλια ζωή, είμαι δυστυχής («σέρνεται από το πρωί ώς το βράδυ χωρίς βοήθεια από κανέναν»)
5. φρ. α) «τον [ή τήν] σέρνει από τη μύτη» — έχει απόλυτη εξουσία πάνω του [ή της], τον [ή τήν] κάνει ό,τι θέλει
β) «σέρνω τον χορό» — είμαι ο πρώτος του κύκλου τών χορευτών
γ) «ζει και σέρνεται» — λέγεται για κάποιον που είναι άρρωστος πολύ καιρό και έχει εξαντληθεί σωματικά
δ) «του 'σούρε (ή του 'συρε) όσα σέρνει η σκούπα» — τον έβρισε πολύ
ε) «σέρνει τα πόδια του» — λέγεται για κάποιον που είναι είτε πολύ μεγάλης ηλικίας, είτε πολύ καταπονημένος
στ) «σύρω την άγκυρα»
(για αγκυροβολημένο πλοίο) η άγκυρά μου παρασύρεται στον πυθμένα λόγω της σφοδρότητας του ανέμου ή του ρεύματος
ζ) «το [ή τα] σύρε κι έλα» ή «το [ή τα] σύρ' τα [ή σούρ' τα] φέρτα» — οι συχνές επισκέψεις προς κάποιον, το πηγαινέλα
η) «σύρε-σύρε» — είδος παραδοσιακού χορού
νεοελλ.-μσν.
τραβώ έξω, βγάζω («σύρω το ξίφος»)
μσν.
παθ. (για φορολογία) επισυνάπτομαι
μσν.-αρχ.
1. σπεύδω, τρέχω
2. τραβώ δια της βίας
3. παθ. σύρομαι
(για ποταμό) ρέω, τρέχω
αρχ.
1. τραβώ εμπρός («τὸ μέγα τοῦ ὄνου σύμβολον διασῴζειν καὶ σύρειν», Λουκιαν.)
2. συμπαρασύρω («πόλεμος χειμάρρου δίκη ν πάντα σύρων καὶ πάντα παραφέρων», Πλούτ.)
3. πλένω, καθαρίζω κάτι αφαιρώντας μερικές ουσίες («χρυσὸς οὐ μεταλλεύεται μόνον, ἀλλὰ καὶ σύρεται», Στράβ.)
4. πλησιάζω
5. παθ. επιμηκύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σῡρω (< συρ-jω) έχει προέλθει από την ίδια ρίζα twr-jω του ρ. σαίρω (ΙΙ) (το συμφωνικό σύμπλεγμα tw- συριστικοποιήθηκε στην Ελληνική: tw- > σσ- > σ-, πρβλ. σάρξ, σείω) με διαφορετική αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -υρ-, πρβλ. σπυρίς (βλ. λ. σαίρω). Η αναγωγή του ρ. σύρω και τών παρ. που εμφανίζουν δασύ σύμφωνο -φ- (πρβλ. συρφετός) σε ΙΕ ρίζα swer-bh- «γυρίζω, σκουπίζω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. swerban «περιφέρομαι, ξύνω, τρίβω») δεν θεωρείται πιθανή, λόγω της διατήρησης στον ελλ. τ. του αρκτικού σ- (βλ. και λ. σέλας). Ο νεοελλ. τ. σέρνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έσυρα κατά το σχήμα πήρα: παίρνω, έφερα: φέρνω, ο τ. σύρνω, επίσης από τον αόρ. έσυρα κατά το σχήμα έφθασα: φθάνω, ενώ ο τ. σούρνω διατήρησε την αρχ. προφορά του -υ- ως /u/ (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι).
ΠΑΡ. σύρμα, συρμή, συρμός, σύρτης, συρτός, συρφετός
αρχ.
σύρφαξ, σύρφη
αρχ.-μσν.
σύρδην, σύρσις
μσν.
σύρτη, συρτικός
νεοελλ.
σύρσιμο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανασύρω, αποσύρω, διασύρω, επισύρω, παρασύρω(-σέρνω), συμπαρασύρω
αρχ.
εκσύρω, κατασύρω, μετασύρω, περισύρω, προσσύρω, συσσύρω, υποσύρω
νεοελλ.
αλαφροσέρνω, αλογοσέρνω, κωλοσέρνω, ξεσέρνω, πισωσέρνω, ποδοσέρνω, χαμοσέρνω].
Greek Monotonic
σύρω: [ῡ], μέλ. σῠρῶ, αόρ. αʹ ἔσῡρα, παρακ. σέσυρκα — Παθ., αόρ. βʹ ἐσύρην [ῠ], παρακ. σέσυρμαι·
1. σύρω, σέρνω, έλκω ή σέρνω καταγής, σε Θεόκρ. — Παθ., σέρνομαι καταγής, έρπω, σε Ανθ.
2. σύρω, εξάγω δια της βίας, σε Θεόκρ.· λέγεται για ποταμούς, παρασύρω και μεταφέρω με τη ροή μου, σε Ανθ. — Παθ. παρασύρομαι από τη ροή του ποταμού, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύρω: [ῡ]· μέλλ. σῠρῶ Ἑβδομ. (Β΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 13)· ― ἀόριστ. ἔσῡρα (κατ-) Ἡρόδ. 5. 81, (παρ-) Αἰσχύλ. Πρ. 1065, (δι-) Δημ. 442. 6· ― πρκμ. σέσυρκα Δίφιλος ἐν «Ξυνωρίδι» 3, (ὑπο-) Διον. Ἁλ. 1. 7. ― Μέσ., ἀόρ. ἐσῡράμην (ἀν-) Διόδ. 1. 85, κτλ. ― Παθ., ἀόρ. ἐσύρην [ῠ] Παυσ. 2. 32, 1, κτλ.· πρκμ. σέσυρμαι Πολύβ. 12. 4 (Βεκκῆρ.), Λουκ., κλπ. Ὡς καὶ νῦν, σύρω, κοινῶς «σέρνω», χιτῶνα Θεόκρ. 2. 73· μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σ. Δίων Κ. 46. 18· βλαύτας σύρων Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1. 2, πρβλ. σύρμα Ι. 1· ― σύρω δίκτυον, Πλούτ. 2. 977F· σ. πηκτίδα, ἴδε πηκτὶς Ι. 2· ― σύρω ἐμπρός, αὖραι ποντογενεῖς... σύρουσαι ναυσὶν τρυφερὸν πόρον Ὀρφ. Ὕμν. 81. 4. ― Παθ., σύρομαι, οὐρή, νηδὺς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 82, Ἀνθ. Π. 9. 310· ἐπὶ προσώπου, σύρεσθαι γαστέρι αὐτόθι 5. 294, 12. 2) σύρω διὰ τῆς βίας, αἰχμάλωτον Θεόκρ. 30. 12· Ἕκτορα Ἀνθ. Π. 7. 152, κτλ.· ― ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ ποταμοῦ, κύματα καὶ τρηχύς με κλύδων ἐπὶ χέρσον ἔσυρεν Ἀνθ. Π. 7. 216, πρβλ. 9. 84· οὕτω, πόλεμος, χειμάρρου δίκην πάντα σ. Πλούτ. 2. 5F· μεταφορ., κοίλην φάραγγα δακτύλου πιάσματι σύρει Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 12. ― Παθ., σύρεσθαι κατὰ ῥοῦν Πλουτ. Μάρ. 23· χρυσὸς οὐ μεταλλεύεται μόνον, ἀλλὰ καὶ σύρεται, ἐπὶ χρυσῆς κόνεως (πρβλ. συρτός), Στράβ. 146· ― ἀπολ., ἐν τῷ παθητ., ἐπὶ ποταμοῦ ῥέω, Διον. Π. 16. 46, πρβλ. Ἀνθ. 10. 62· ― οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., πλησιάζω, Λυκόφρ. 217, Πισίδ. παρὰ Σουΐδ. 3) ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως, ἐπιμηκύνομαι, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 3.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to draw, to trail, to drag, to pull, to ravish, to sweep(IA.).
Other forms: Aor. σῦραι, pass. συρῆναι (late), fut. συρῶ (LXX), perf. σέσυρμαι, -κα (hell. a. late).
Compounds: Very often w. prefix in diff. shades of meaning, e.g. δια- (also to hackle, to mock), ἐπι- (also to be, treat neglectful etc.), κατα-, παρα-. As 1. member in σύργαστρος (s.v.)?
Derivatives: 1. σύρμα (ἀπό-, ἐπί-, παρά-, περί-) n. train-dress, sweepings, dragging movement (Ion., X., hell. a. late) with συρμα-τῖτις κόπρος manure-heap consisting of sweepings (Thphr.; Redard 109), -τικη φωνή drawn-out accent (VIIp), -τὶς στρατιά ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα H. 2. συρμός (ἐπι-, περι-, ὑπο-) m. grinding, dragging, pulling movement (of a wind, a gulf, a meteor, a snake a.o.; Arist. etc), the vomiting (Nic.); δια- σύρω the pulling apart, to bemock (hell. a. late); from this συρ-μάδες f. pl. snowdrifts (late), -μαία, Ion. -μαίη f. vomitive, radish (Ion., Ar. etc.), also name of a Lacon. priestrank (inscr., H.), with -μαΐζω to take a vomitive, -μαϊσμός m. (Hdt., medic.), -μίον λάχανόν τι σελίνῳ ἐοικός H., -μιστήρ ξυλο-πώλης H. 3. συρμή f. trailing tail of a snake (sch.). -- 4. σύρ-της m. towing-rope (Man., H.), -τῶν gen. pl. (nom. sg. -της or -τός) name of a dance (Akraiphia Ip), διασύρ-της m. slanderer (Ptol.), δια-, ἐκ-συρτικός (hell. a. late). 5. ἀνασυρτ-όλις f. lewd woman (Hippon.; cf. οἰφόλις and Chantraine Form. 237 f.). 6. Prob. also Σύρτις f. name of a sea-gulf on the northcoast of Africa with sandy shores and dangerous breakers (Hdt. etc.) as "the pulling one" (cf. v. Wilamowitz on Tim. Pers. 99); metaph. destruction (Tim. Pers. 99, H.). 7. σύρσις f. (διά- σύρω) the drawing of a plough (late). -- With φ -enlargement: 8. σύρφη φρύγανα H. 9. συρφ-ετός m. sweepings, filth (Hes., Call., Plu. a.o.), rabble (Pl. a.o.) with -ετώδης vulgar (Plb., Luc. a.o.); cf. νιφετός a.o. (Chantraine Form. 300, Schwyzer 501). 10. -αξ m. rabble (Ar. V. 673 [anap.], Luc.), popular-hypocoristic formation. -- On σύρφος s. σέρφος. Cf. ἀσυρής.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Prob. to σαίρω sweep (s. v. w. lit.), but without certain cognates outside Greek. With σύρφ-η, -ετός, -αξ one compares a Germ. word for sweep, turn (sweep turning), wipe off in Goth. af-, bi-swairban εξαλεῖψαι, ἐκμάξαι', OHG swerban drive quickly to and fro, whirl, wipe off etc., to which also Celt., e.g. Welsh chwerfu whirl, turn around (Persson Stud. 55, WP. 2, 529f., Pok. 1050f. w. lit.). The semant. certainly possible connection presents the same phonetic problem as σέλας, σῦς etc. (s. vv.). In auslaut agrees σύρφη, prob. not accidentally, to the synonymous κάρφη; so formally influenced by it? An old variation bh: m in σύρ-φη: συρ-μός (Specht Ursprung 269) does not help; but it would show Pre-Greek origin -- The connection with σαίρω, both from *tu̯r̥- is hardly convincing.
Middle Liddell
1. to draw, drag, or trail along, Theocr.:—Pass. to trail along, Anth.
2. to drag by force, hale, Theocr.:—of rivers, to sweep or carry down with them, Anth.:—Pass. to be swept away, Plut.
Frisk Etymology German
σύρω: {súrō}
Forms: Aor. σῦραι (ion. att.), Pass. συρῆναι (sp.), Fut. συρῶ (LXX), Perf. σέσυρμαι, -κα (hell. u. sp.),
Grammar: v.
Meaning: ziehen, schleppen, schleifen, zerren, fortreißen, fegen.
Composita: sehr oft m. Präfix in verschiedenen Sinnfärbungen, z.B. δια- (auch hecheln, verspotten), ἐπι- (auch nachlässig sein, behandeln), κατα-, παρα-. Als Vorderglied in σύργαστρος (s.d.)?
Derivative: Viele Ableitungen. 1. σύρμα (ἀπό-, ἐπί-, παρά-, περί-) n. Schleppkleid, Kehricht, schleppende Bewegung (ion., X., hell. u. sp.) mit συρματῖτις κόπρος aus Kehricht bestehender Misthaufen (Thphr.; Redard 109), -τικὴ φωνή schleppender Akzent (VIIp), -τὶς στρατιά· ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα H. 2. συρμός (ἐπι-, περι-, ὑπο-) m. schleifende, schleppende, reißende Bewegung (eines Windes, einer Welle, eines Meteors, einer Schlange u.a.; Arist. usw.), das Erbrechen (Nik.); δια- ~ das Auseinanderzerren, Verhöhnen (hell. u. sp.); davon συρμάδες f. pl. Schneewehen (sp.), -μαία, ion. -μαίη f. Brechmittel, Rettich (ion., Ar. usw.), auch N. eines lakon. Preistranks (Inschr., H.), mit -μαΐζω ein Brechmittel nehmen, -μαϊσμός m. (Hdt., Mediz.), -μίον· λάχανόν τι σελίνῳ ἐοικός H., -μιστήρ· ξυλοπώλης H. 3. συρμή f. der nachschleppende Schwanz einer Schlange (Sch.). — 4. σύρτης m. Zugseil (Man., H.), -τῶν Gen. pl. (Nom. sg. -της od. -τός) N. eines Tanzes (Akraiphia Ip), διασύρτης m. Verleumder (Ptol.), δια-, ἐκσυρτικός (hell. u. sp.). 5. ἀνασυρτόλις f. unzüchtige Frau (Hippon.; vgl. οἰφόλις und Chantraine Form. 237 f.). 6. Wohl auch Σύρτις f. N. eines Meerbusens an der Nordküste Afrikas mit sandigen Ufern und gefährlichen Brandungen (Hdt. usw.) als "die Reißende" (vgl. v. Wilamowitz zu Tim. Pers.99); übertr. Zerstörung (Tim. Pers. 99, H.). 7. σύρσις f. (διά- ~) das Ziehen eines Pflugs (sp.). — Mit φ -Erweiterung: 8. σύρφη· φρύγανα H. 9. συρφετός m. Kehricht, Unrat (Hes., Kall., Plu. u.a.), Gesindel (Pl. u.a.) mit -ετώδης pöbelhaft (Plb., Luk. u.a.); vgl. νιφετός u.a. (Chantraine Form. 300, Schwyzer 501). 10. -αξ m. Gesindel (Ar. V. 673 [anap.], Luk.), volkstümlich -hypokoristische Bildung. — Zu σύρφος s. σέρφος. Vgl. ἀσυρής.
Etymology: Wohl zu σαίρω fegen (s. d. m. Lit.), aber ohne sichere außergriech. Verwandte. Mit σύρφη, -ετός, -αξ wird ein germ. Wort für ‘fegen, drehen(d wischen), abwischen’ verglichen in got. af-, bi-swairban’εξαλεῖψαι, ἐκμάξαι’, ahd. swerban ‘schnell hin- und herfahren, wirbeln, abwischen’ usw., wozu noch kelt., z.B. kymr. chwerfu das Wirbeln, Umdrehen (Persson Stud. 55, WP. 2, 529f., Pok. 1050f. m. Lit.). Die semantisch gewiß mögliche Zusammenstellung bietet dasselbe lautliche Problem wie σέλας, σῦς usw. (s. dd.). Im Auslaut stimmt σύρφη, wohl nicht zufällig, zu dem synonymen κάρφη; somit davon formal beeinflußt? Ein alter Wechsel bh: m in σύρφη: συρμός (Specht Ursprung 269) leuchtet nicht ein.
Page 2,823-824
Chinese
原文音譯:sÚrw 需羅
詞類次數:動詞(5)
原文字根:拖曳 相當於: (זָחַל) (סָחַב)
字義溯源:拖拉*,拖曳,拖到,拖,拉,拉去,拉著,拉上來,拉過來;或源自(αἱρέομαι)=取為己有*)。參讀 (ἀντλέω)同義字
同源字:1) (κατασύρω)拖下來 2) (Σύρτις)沙灘 3) (σύρω)拖拉
出現次數:總共(5);約(1);徒(3);啓(1)
譯字彙編:
1) 拖拉著(1) 啓12:4;
2) 拉著(1) 徒17:6;
3) 就拖到(1) 徒14:19;
4) 拉去(1) 徒8:3;
5) 拉上來(1) 約21:8
Mantoulidis Etymological
(=σέρνω). Σχετίζεται μέ τό σαίρω. Θέμα συρ + j + ω → σύρρω → σύρω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σύρμα, συρμός, σύρτης (=χαλινάρι), Σύρτις (=περιοχές τῆς Λιβυκῆς θάλασσας μέ ρηχά νερά), συρτός, συρφετός.