συμπλώω

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

German (Pape)

[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συμπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.

Greek Monotonic

συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.