συνείληφα

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

French (Bailly abrégé)

pf. de συλλαμβάνω.

Greek Monotonic

συνείληφα: -είλημμαι, παρακ. του συλλαμβάνω.