συνείληφα

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de συλλαμβάνω.

Greek Monotonic

συνείληφα: -είλημμαι, παρακ. του συλλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

συνείληφα: pf. к συλλαμβάνω.