συνείργνυμι

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A = συνέργω, Plu.Rom.5:—Pass., ἐς θάλαμον Id.Alex. 2; ἐν δεσμῷ Id.2.493d, cf. Crass.8.

German (Pape)

[Seite 1011] u. συνειργνύω, = συνείργω, Sp., wie Plut. conj. praec. A.

French (Bailly abrégé)

c. συνέργω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. συνέργω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. συνέργω.

Greek Monotonic

συνείργνῡμι: = συνέργω, σε Πλούτ.