συνέργω

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέργω Medium diacritics: συνέργω Low diacritics: συνέργω Capitals: ΣΥΝΕΡΓΩ
Transliteration A: synérgō Transliteration B: synergō Transliteration C: synergo Beta Code: sune/rgw

English (LSJ)

A = συνείργω, pres.first in Sor.1.117: fut. συνέρξω (v.infr.): Ep. συνεέργω, impf. συνέεργον or συνεέργαθον: in later Att. συνείργνῡμι (q.v.): Att. aor. part. συνείρξας Gal.4.495; 3sg. aor. opt. συνείρξειε Plu.2.398b:—shut up or enclose together, ὅσον συνεέργαθον ἄκραι enclosed between them, Il.14.36; οὐ ξυνέρξεθ' ὡς τάχος; i.e. shut the doors, S.Aj.593; οὐδὲ τὰς ηοδὼς.. συνηέρξοντι Tab.Heracl.1.133; wrap up closely, αὐτοὺς ἱματίοις Gal. l.c.
2 restrict, limit, τὸ πλῆθος τῆς σαρκός (obesity) Sor. l.c.
II fasten together, [ὄϊας] συνέεργον.. λύγοισι Od.9.427; συνέεργον ὁμοῦ τρόπιν ἠδὲ καὶ ἱστόν 12.424; ζωστῆρι.. συνέεργε χιτῶνα 14.72; unite, (sc. τινας) Pl.Ti. 34c; esp. as man and wife, Id.R.461b.

German (Pape)

[Seite 1020] att. = συνείργω (w. m. s.), zusammensperren; οὐ ξυνέρξεθ' ὡς τάχος, Soph. Ai. 590, Schol. ἀποκλείσετε; überh. verbinden, συνέρξας Plat. Tim. 54 c, Rep. V, 461 b.

French (Bailly abrégé)

f. συνέρξω, ao. συνεῖρξα;
maintenir ensemble ; réprimer, arrêter.
Étymologie: σύν, *ἔργω ; v. συνεργάθω et συνείργνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έργω, Att. ook ξυνέργω, ep. συνεέργω [σύν, εἴργω] insluiten, omsluiten; abs. de deur sluiten. Soph. Ai. 593. samenbinden, aan elkaar binden; overdr. verbinden, verenigen. vastbinden, vastmaken. Od. 14.72.

Russian (Dvoretsky)

συνέργω: новоатт. συνείργω, эп. συνεέργω (эп. impf. συνέεργον и συνεέργαθον)
1 связывать (ὄϊας λύγοισι Hom.); обвязывать (τρόπιν καὶ ἱστόν Hom.); подвязывать, стягивать (χιτῶνα ζωστῆρι Hom.);
2 соединять, сочетать (τινάς Plat.);
3 охватывать, заключать: ὅσον συνεέργαθον ἄκραι Hom. все заключенное между мысами пространство;
4 закрывать, запирать: οὐ ξυνέρξεθ᾽ ὡς τάχος; Soph. да заприте же (досл. не запрете ли?) (дверь) поскорее!

Greek (Liddell-Scott)

συνέργω: ἀρχ. τύπος τοῦ Ἀττ. συνείργω, μέλλ. συνείρξω· Ἐπικ. συνεέργω, παρατατ. συνέεργον ἢ συνεέργαθον· παρὰ μεταγεν. Ἀττ. συνείργνῡμι (ὃ ἴδε). Συγκλείω, κλείω ὁμοῦσυνδέω, [ὄϊας] ξυνέεργον λύγοισι, «συνέδεον» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 427 ὅσον ξυνεέργαθον ἄκραι, «ὅσον ἦν διάστημα, ὃ συνέκλειον καὶ συνεδέσμουν αἱ τοῦ Ἑλλησπόντου ἄκραι τὸ Ροίτειον καὶ Σίγειον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 36· οὐ ξυνέρξεθ’ ὡς τάχος; δὲν θὰ κλείσητε ἀμέσως τὰς θύρας; τί περιμένετε καὶ δὲν κλείετε ἀμέσως τὰς θύρας; Σοφ. Αἴ. 593· οὐδὲ συνέρξοντι (-έρξουσι) τὰς ὁδοὺς Ἡρακλ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5574. 133. ΙΙ. συνδέω, συνάπτω, δένω ὁμοῦ, συνέεργον ὁμοῦ τρόπιν ἠδὲ καὶ ἱστὸν Ὀδ. Μ. 424· ζωστῆρι... ξυνέεργε χιτῶνα Ξ. 72· ― συνάπτω, ἑνώνω, τινὰς Πλάτ. Τίμ. 34C· μάλιστα ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 461Β, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 138Β.

Greek Monolingual

και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α
1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.)
2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός»)
3. συνάπτω, συνδέω
4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔργω «εμποδίζω, δεσμεύω, συγκλείω»].

Greek Monotonic

συνέργω: αρχ. τύπος του Αττ. συνείργω, μέλ. συνείρξω· Επικ. συνεέργω, παρατ. συνέεργον ή συνεέργᾰθον·
I. κλείνω, εγκλείω μαζί, συγκλείω, σε Όμηρ., Σοφ.
II. συνδέω, δένω μαζί, σε Ομήρ. Οδ.· ενώνω, συνενώνω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

old form of Attic συνείργω fut. συνείρξω epic συνεέργω imperf. συνέεργον or συνεέργᾰθον
I. to shut up or enclose together, Hom., Soph.
II. to fasten together, Od.:— to unite, Plat.