συναποστέλλω

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A dispatch together with, τινι Th.6.88; Στράτωνι νεανίσκον PCair.Zen.18.5 (iii B.C.); τινὰ μετ' ἐμοῦ ib.439.3 (iii B.C.); join in dispatching, Is.6.27, X.HG5.2.37, etc.

German (Pape)

[Seite 1003] mit od. zugleich ab-, fort- oder ausschicken; Thuc. 6, 88; Is. 6, 27.

Greek (Liddell-Scott)

συναποστέλλω: ἀποστέλλω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Θουκ. 6. 88, Ἰσαῖ. 59. 9, Ξεν., κλπ.

French (Bailly abrégé)

envoyer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποστέλλω.

English (Strong)

from σύν and ἀποστέλλω; to despatch (on an errand) in company with: send with.

English (Thayer)

1st aorist συναπέστειλα; to send with: τινα, Sept.; Thucydides, Xenophon, Demosthenes, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ΜΑ
αποστέλλω κάποιον μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

ΜΑ
αποστέλλω κάποιον μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συναποστέλλω: μέλ. -στελῶ, αποστέλλω από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.