συζωοποιέω

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A quicken together with, τινὰς τῷ Χριστῷ Ep.Eph.2.5, cf. Ep.Col.2.13.

German (Pape)

[Seite 973] mit oder zugleich lebendig machen, beleben, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συζωοποιέω: ζωοποιῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινά τινι Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. β΄. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre vivant ou vivifier ensemble.
Étymologie: σύν, ζωοποιέω.

English (Strong)

from σύν and ζωοποιέω; to reanimate conjointly with (figuratively): quicken together with.

Greek Monotonic

συζωοποιέω: ζωοποιώ, επαναφέρω στη ζωή, δίνω ζωή από κοινού με κάποιον, τινά τινι, σε Καινή Διαθήκη