συνευνάομαι

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Pass.,

   A = συνευνάζομαι, Hdt.6.69,107, Luc.VH2.46.

Greek (Liddell-Scott)

συνευνάομαι: Παθητ., = συνευνάζομαι, Ἡρόδ. 6. 69, 107, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 46.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
Pass.
s’unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάω.

Greek Monotonic

συνευνάομαι: Παθ., συν-ευνάζομαι, σε Ηρόδ., Λουκ.