εὐνάω
τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known
English (LSJ)
fut. -ήσω AP10.12: aor. 1
A εὔνησα Od.4.440:—Pass., aor. 1 εὐνήθην v. infr., etc.: pf. εὔνημαι AP7.397 (Eryc.): (εὐνή):—poet. Verb, = εὐνάζω, rare in Trag.:
1 lay or place in ambush, ἑξείης δ' εὔνησε [ἡμᾶς] Od. l.c.
2 lay asleep, lull to sleep, φρουρὸν ὄφιν A. R.4.87: metaph., τῆς δ' εὔνησε γόον Od. 4.758; κάματον, ἐλπίδας, χόλον, AP10.12, 4.3b.41 (Agath.), Nonn. D. 13.276:—Pass., make one's couch, prob. in S.Aj.604 (lyr.); lie asleep, especially of death, εὐνήθης ὕπνον ὀφειλόμενον AP7.78 (Dionys. Cyz.), cf. 397 (Eryc.); πόλλ' ἐν κακοῖσι θυμὸς εὐνηθεὶς ὁρᾷ S.Fr.661; of a dog, to lie kennelled, Id.OC1571 (lyr.):—Hom. only in aor. Pass., of the winds, παύσασθαι δ' ἐκέλευσε καὶ εὐνηθῆναι Od.5.384; elsewhere of sexual intercourse, 10.296, al.; φιλότητι or ἐν φιλότητι εὐνηθέντε, Il. 3.441, 14.314, cf. 331, al.: c. dat. pers., to be bedded with... θεὰ βροτῷ εὐνηθεῖσα, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα, 2.821, 16.176; παρ' ἀνδράσιν εὐνηθεῖσαι Hes.Th.967.
II Med., stupefy with narcotics, Aret.CA2.5.
German (Pape)
[Seite 1082] = εὐνάζω, lagern, hinlegen; ἑξείης δ' εὔνησεν ἡμᾶς Od. 4, 440; einschläfern, φρουρὸν ὄφιν Ap. Rh. 4, 87; übertr., beruhigen, stillen, γόον Od. 4, 758; ἐλπίδας πορείης ἀνθρώποισι Agath. prooem. 87 (IV, 3); χόλον Nonn. D. 13, 276. – Med. mit aor. pass. sich niederlegen, schlafen, Soph. O. C. 1566; Hom. nur aor. pass., vom Beischlaf, ἡ δέ σ' ὑποδδείσασα κελήσεται εὐνηθῆναι Od. 10, 296; auch in der Vrbdg φιλότητι oder ἐν φιλότητι, auch wie εὐνάζομαι mit dem dat., θεὰ βροτῷ εὐνηθεῖσα, Il. 2, 821. 16, 176; ἐν φιλότητι θεὰ θεῷ εὐνηθεῖσα Hes. Th. 380; θνητοῖσι παρ' ἀνδράσιν 967; ὀλβίῳ Opp. Cyn. 1, 5, a. sp. D. – Übertr. von Stürmen, sich legen, ἐκέλευσε εὐνηθῆναι ἀνέμους, neben παύσασθαι, Od. 5, 384; θυμὸς εὐνηθείς Soph. fr. 581.
French (Bailly abrégé)
εὐνῶ :
f. εὐνήσω, ao. εὔνησα, pf. inus.
Pass. ao. εὐνήθην, pf. εὔνημαι;
1 mettre au lit ; endormir, acc.;
2 placer en embuscade;
Moy. εὐνάομαι, εὐνῶμαι (avec ao. Pass. εὐνήθην) se coucher, dormir ; fig. s'endormir, s'apaiser.
Étymologie: εὐνή.
Russian (Dvoretsky)
εὐνάω:
1 располагать в засаде (τινα Hom.);
2 укладывать: θήρ, ὃν ἐν πύλαισι, φασί, πολυξένοις εὐνᾶσθαι Soph. зверь (Кербер), который, говорят, лежит у широко открытых врат (Аида);
3 med.-pass. ложиться, разделять ложе (παρ᾽ ἀνδράσιν Hes.; θεῷ, φιλότητι или ἐν φιλότητι Hom., Hes.);
4 успокаивать, утолять (γόον Hom.); med.-pass. утихать (παύσασθαι καὶ εὐνηθῆναι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐνάω: μέλλ. -ήσω Ἀνθ.: ἀόρ. εὔνησα Ὀδ.: - Παθ., Σοφ.: ἀόρ. εὐνήθην Ὅμηρ., κλ.: πρκμ. εὔνημαι Ἀνθ. Π. 7. 397: (εὐνή): - ποιητ. ῥῆμα, = εὐνάζω, (ἀλλὰ σπανίως παρ’ Ἀττ.). 1) τοποθετῶ ἐν ἐνέδρᾳ, ἑξείης δ’ εὔνησε ἡμᾶς Ὀδ. Δ. 440. 2) ἀποκοιμίζω, καταβαυκαλῶ, εὐνήσασα φρουρὸν ὄφιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 87: μεταφ., τῆς δ’ εὔνησε γόον Ὀδ. Δ. 758· κάματον, ἐλπίδας, χόλον Ἀνθ. Π. 10. 12, κτλ.: - Παθ., ὡς τὸ εὐνάζομαι, κατακλίνομαι, «πλαγιάζω», αὐτόθι 7, 397· ἐπὶ κυνός, κεῖμαι ἐν τῷ οἰκίσκῳ μου, ἐν τῇ εὐνῇ μου, Σοφ. Ο. Κ. 1571. πρβλ. εὐνώμας· ἐν χρήσει παρ’ Ὀμ. μόνον ἐν τῷ Παθ. ἀορ. ἐπὶ ἀνέμων, παύσασθαι δ’ ἐκέλευσε καὶ εὐνηθῆναι Ὀδ. Γ. 384· οὕτω, πόλλ’ ἐν κακοῖσι θυμὸς εὐνηθεὶς ὁρᾷ Σοφ. Ἀποσπ. 581· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Ὀδ. Κ. 296, κτλ.· φιλότητι ἢ ἐν φιλότητι εὐνηθῆναι Ἰλ. Γ. 441, Ξ. 314, κτλ.· μετὰ δοτ. προσώπου, συγκατακλίνομαι, συγκοιμῶμαί τινι, θεᾷ βροτῷ εὐνηθεῖσα, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα Β. 821, ΙΙ. 176: - οὕτω, παρ’ ἀνδράσιν εὐνηθεῖσα Ἡσ. Θ. 967.
Greek Monotonic
εὐνάω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ εὔνησα — Παθ., αόρ. αʹ εὐνήθην, παρακ. εὔνημαι (εὐνή), ποιητ. αντί εὐνάζω·
1. τοποθετώ σε ενέδρα, σε Ομήρ. Οδ.
2. αποκοιμίζω, μεταφ., εὔνησε γόον, στο ίδ. — Παθ., βρίσκομαι στη φωλιά μου, λέγεται για σκύλο, φωλιάζω, σε Σοφ.· λέγεται για τους ανέμους, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
εὐνάω, εὐνή poet. for εὐνάζω;]
1. to lay or place in ambush, Od.
2. to lay asleep, lull to sleep, metaph., εὔνησε γόον Od.:—Pass. to lie asleep, of a dog, to lie kennelled, Soph.: of the winds, Od.