συνθοινάτωρ

Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ,

   A partaker in a feast, E.El.638.

Greek (Liddell-Scott)

συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, μέτοχος ἐν τῇ εὐωχίᾳ, λαμβάνων μέρος εἰς αὐτήν, συνδαιτημὼν ἐν εὐωχίᾳ, Ἠλ. 638.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
compagnon de table, convive.
Étymologie: σύν, θοινάτωρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
μέτοχος σε ευωχία, σε συμπόσιο, συμποσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θοινάτωρ «συμποσιαστής, ευωχούμενος» (< θοινῶ «τρώγω, παρέχω συμπόσιο»)].

Greek Monotonic

συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει μέρος σε συμπόσιο, συνδαιτυμόνας, συμποσιαστής, σε Ευρ.